Φράση (στην προκειμένη περίπτωση, ουσιαστική φράση).
/suːpərˈfɪʃl ˈmɛʒər/
Η φράση "superficial measure" αναφέρεται σε έναν τρόπο εκτίμησης ή μέτρησης που δεν εμβαθύνει στην ουσία ή στην αληθινή φύση ενός θέματος. Αυτό μπορεί να υποδηλώνει ότι η αξιολόγηση βασίζεται μόνο σε επιφανειακά ή εξωτερικά χαρακτηριστικά, χωρίς να λαμβάνει υπόψη την ουσία ή τις πιο βαθιές παραμέτρους.
Η φράση χρησιμοποιείται συχνά σε γραπτό και προφορικό λόγο όταν αναφερόμαστε σε εκτιμήσεις ή αξιολογήσεις που θεωρούνται επιφανειακές ή μη επαρκείς. Συνήθως απαντάται σε ακαδημαϊκά, επαγγελματικά ή δημοσιογραφικά συμφραζόμενα.
Η αναφορά παρείχε μόνο μια επιφανειακή μέτρηση της επιτυχίας του έργου.
Relying on that superficial measure can lead to misleading conclusions.
Αν βασιστείς σε αυτή την επιφανειακή μέτρηση μπορεί να οδηγήσει σε παραπλανητικά συμπεράσματα.
Using a superficial measure to judge character is often flawed.
Η φράση "superficial measure" δεν είναι ευρέως διαδεδομένη ως μέρος ιδιωματικών εκφράσεων, αλλά μπορεί να συνδυαστεί σε συμφράσεις που υποδηλώνουν περιορισμένη ή επιφανειακή εκτίμηση:
"Μη συμβιβάζεσαι με μια επιφανειακή μέτρηση της επιτυχίας."
"A superficial measure won't reveal the true potential of the team."
"Μια επιφανειακή μέτρηση δεν θα αποκαλύψει τη verdadeira δυναμική της ομάδας."
"He relied on superficial measures to make decisions, which often backfired."
"Εξαρτήθηκε από επιφανειακές μετρήσεις για να πάρει αποφάσεις, κάτι που συχνά βγήκε σε κακό."
"Superficial measures are easy to manipulate and can be misleading."
Η λέξη "superficial" προέρχεται από τα λατινικά "superficialis", που σημαίνει "επιφανειακός", από το "superficies", που σημαίνει "επιφάνεια". Η λέξη "measure" προέρχεται από την ελληνική λέξη "μέτρον", μέσω του λατινικού "modulus", που σημαίνει "μέτρο".
Συνώνυμα:
- shallow measure
- surface assessment
- cursory evaluation
Αντώνυμα:
- profound measure
- in-depth evaluation
- comprehensive analysis