Το "supply-capacity lag" είναι ένα ουσιαστικό (noun) που αναφέρεται σε καθυστέρηση ή σύγκλιση στο επίπεδο προσφοράς και της παραγωγικής ικανότητας.
/səˈplaɪ kəˈpæs.ɪ.ti læg/
Ο όρος "supply-capacity lag" χρησιμοποιείται κυρίως σε οικονομικά και επιχειρηματικά πλαίσια για να περιγράψει την καθυστέρηση στην προσαρμογή της προσφοράς στην παραγωγική ικανότητα της αγοράς ή μιας επιχείρησης. Η έννοια είναι ότι η παραγωγή ή η παροχή προϊόντων και υπηρεσιών μπορεί να μην μπορεί αμέσως να ακολουθήσει τη ζήτηση, οδηγώντας σε ελλείψεις ή καθυστερήσεις. Χρησιμοποιείται συχνά στην ανάλυση αγοράς και στη στρατηγική προγραμματισμού.
Η χρήση αυτού του όρου είναι πιο συχνή στο γραπτό πλαίσιο, ιδίως σε οικονομικές και επιχειρηματικές αναλύσεις.
Η καθυστέρηση ικανότητας προσφοράς έχει προκαλέσει καθυστερήσεις στην παράδοση προϊόντων.
Addressing the supply-capacity lag is critical for improving customer satisfaction.
Η διaddressing της καθυστέρησης ικανότητας προσφοράς είναι κρίσιμη για τη βελτίωση της ικανοποίησης των πελατών.
Companies must evaluate their supply-capacity lag to avoid inventory shortages.
Η αγορά βιώνει καθυστέρηση ικανότητας προσφοράς.
To mitigate supply-capacity lag, companies often ramp up production schedules.
Για να μειώσουν την καθυστέρηση ικανότητας προσφοράς, οι εταιρείες συχνά αυξάνουν τα προγράμματα παραγωγής.
Investing in technology can reduce supply-capacity lag, making operations more efficient.
Ο όρος “supply” προέρχεται από τον μεσαίο αγγλικό όρο “supplyen” που σημαίνει "να παράσχεις", και "capacity" προέρχεται από το λατινικό “capacitas”. Ο όρος "lag" προέρχεται από τον αρχαίο αγγλικό "lagga," που σημαίνει καθυστέρηση.
Συνώνυμα: - Delay in supply - Production shortfall - Supply shortage
Αντώνυμα: - Supply sufficiency - Capacity fulfillment - Immediate supply response