Supporting: Έστω ότι είναι επίθετο ή μετοχή (participle) του ρήματος "support".
Construction: Ουσιαστικό.
Supporting: /səˈpɔːrtɪŋ/
Construction: /kənˈstrʌkʃən/
Η φράση "supporting construction" αναφέρεται σε υλικά, διαδικασίες ή δομές που βοηθούν στη στήριξη ή την υποστήριξη μιας κατασκευής. Συχνά χρησιμοποιείται σε τομείς όπως οι πολιτικές μηχανικής και αρχιτεκτονικής, καθώς και σε επιχειρηματικά και οργανωτικά πλαίσια.
Η φράση χρησιμοποιείται περισσότερο σε τεχνικά και επαγγελματικά γραπτά κείμενα παρά στον προφορικό λόγο.
Ο μηχανικός τόνισε τη σημασία της υποστηρικτικής κατασκευής στη διαδικασία οικοδόμησης.
Safety regulations require supporting construction to ensure stability.
Οι κανονισμοί ασφάλειας απαιτούν υποστηρικτική κατασκευή για να διασφαλιστεί η σταθερότητα.
They are using modern materials for supporting construction in the new bridge design.
Η φράση "supporting construction" μπορεί να εμφάνιση και σε ιδιωματικές εκφράσεις:
Η υποστηρικτική κατασκευή για μελλοντικά έργα θα ανοίξει το δρόμο για καινοτομία.
Investing in supporting construction can lead to more sustainable structures.
Η επένδυση στη υποστηρικτική κατασκευή μπορεί να οδηγήσει σε πιο βιώσιμες δομές.
The local government is focusing on supporting construction to improve infrastructure.
Η τοπική κυβέρνηση εστιάζει στην υποστηρικτική κατασκευή για τη βελτίωση των υποδομών.
Proper supporting construction is vital in earthquake-prone areas.
Η σωστή υποστηρικτική κατασκευή είναι ζωτικής σημασίας σε περιοχές με κίνδυνο σεισμών.
A solid foundation is the first step in supporting construction effectively.
Συνώνυμα:
- Supporting: υποστηρικτικός, βοηθητικός
- Construction: κατασκευή, δομή
Αντώνυμα:
- Supporting: αποκαλυπτικός, εναντιωτικός
- Construction: καταστροφή, διάλυση