Suppositive είναι επίθετο.
/ səˈpɒzɪtɪv /
Η λέξη "suppositive" χρησιμοποιείται στη γλώσσα των Αγγλικών για να περιγράψει κάτι που βασίζεται σε υποθέσεις ή παραδοχές. Χρησιμοποιείται κυρίως σε φιλοσοφικά ή ακαδημαϊκά πλαίσια. Δεν είναι πολύ συχνή σε καθημερινές συνομιλίες και τείνει να χρησιμοποιείται περισσότερο στο γραπτό λόγο.
The suppositive nature of his argument led many to question its validity.
(Η υποθετική φύση της επιχειρηματολογίας του οδήγησε πολλούς να αμφισβητήσουν την εγκυρότητά της.)
In scientific research, a suppositive approach can sometimes reveal unexpected truths.
(Στην επιστημονική έρευνα, μια υποθετική προσέγγιση μπορεί μερικές φορές να αποκαλύψει απροσδόκητες αλήθειες.)
Her suppositive statements were met with skepticism by the audience.
(Οι υποθετικές δηλώσεις της αντιμετωπίστηκαν με σκεπτικισμό από το κοινό.)
Η λέξη "suppositive" δεν είναι συχνά παρούσα σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά χρησιμοποιείται σε πιο συγκεκριμένα συμφραζόμενα. Ωστόσο, στοιχεία από την έννοια της υποθετικότητας μπορεί να παρατηρηθούν σε εκφράσεις που σχετίζονται με υποθέσεις:
Take it as a suppositive.
(Πάρε το ως υποθετικό.)
(Σημαίνει ότι κάτι είναι απλώς μια υπόθεση.)
If we’re to follow a suppositive line of reasoning, we should consider alternative outcomes.
(Αν πρόκειται να ακολουθήσουμε μια υποθετική γραμμή σκέψης, θα πρέπει να εξετάσουμε εναλλακτικά αποτελέσματα.)
In a suppositive discussion, all viewpoints must be entertained.
(Σε μια υποθετική συζήτηση, όλες οι απόψεις πρέπει να εξεταστούν.)
Η λέξη "suppositive" προέρχεται από το λατινικό "suppositus," που σημαίνει "να τοποθετηθεί κάτω," το οποίο είναι μετοχή του "supponere," που σημαίνει "να υποβληθεί" ή "να υποτεθεί."
Συνώνυμα: - Hypothetical - Presumptive - Conjectural
Αντώνυμα: - Certain - Definitive - Indisputable