sure find - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

sure find (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του Λόγου

Η φράση "sure find" μπορεί να θεωρηθεί ότι περιλαμβάνει δύο λέξεις: "sure" (επίθετο) και "find" (ρήμα).

Φωνητική Μεταγραφή

Επιλογές Μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία και Χρήση στη Γλώσσα Αγγλικά

Η φράση "sure find" δεν είναι μια τυπική ή συνήθης έκφραση στην αγγλική γλώσσα. Συνήθως, "sure" χρησιμοποιείται για να δηλώσει βεβαιότητα, ενώ "find" χρησιμοποιείται ως ρήμα που σημαίνει "να βρεις" ή "να ανακαλύψεις". Αν χρησιμοποιείται ως σύνθεση, μπορεί να δηλώσει την ιδέα ότι κάτι μπορεί να βρεθεί με βεβαιότητα.

Αν και η συγκεκριμένη φράση δεν είναι ευρέως διαδεδομένη, η λέξη "sure" χρησιμοποιείται τακτικά στον προφορικό λόγο και στις καθημερινές συνομιλίες.

Παραδείγματικές Προτάσεις

  1. "I am sure I can find it."
  2. «Είμαι σίγουρος ότι μπορώ να το βρω.»

  3. "If you look carefully, you will sure find what you need."

  4. «Αν κοιτάξεις προσεκτικά, σίγουρα θα βρεις αυτό που χρειάζεσαι.»

Ιδιωματικές Εκφράσεις

Η λέξη "sure" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις που δηλώνουν βεβαιότητα ή συμφωνία. Ο πλούτος των ιδιωματικών εκφράσεων περιλαμβάνει:

  1. "Sure thing!"
  2. «Σίγουρα!»
  3. Χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι κάτι είναι αποδεκτό ή συμφωνηθέν.

  4. "I'm not sure about that."

  5. «Δεν είμαι σίγουρος γι' αυτό.»
  6. Χρησιμοποιείται για να εκφράσει αμφιβολία.

  7. "Are you sure?"

  8. «Είσαι σίγουρος;»
  9. Ρητορική ερώτηση που ζητά επιβεβαίωση.

  10. "Sure as hell."

  11. «Σίγουρα.»
  12. Χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι κάτι είναι απολύτως αληθινό ή βέβαιο.

  13. "Sure-fire way."

  14. «Αποδεδειγμένα επιτυχής μέθοδος.»
  15. Χρησιμοποιείται για να αναφέρεται σε μια μέθοδο που είναι γερά δοκιμασμένη και έχει σίγουρη επιτυχία.

Ετυμολογία

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα για "sure": - certain (βέβαιος) - confident (αυτοπεποίθηση)

Αντώνυμα για "sure": - unsure (αβέβαιος) - doubtful (αμφίβολος)

Συνώνυμα για "find": - discover (ανακαλύπτω) - locate (εντοπίζω)

Αντώνυμα για "find": - lose (χάνω) - misplace (χάνω/μη μπορώ να βρω)



25-07-2024