Ρήμα / Ουσιαστικό
/sɜrf/
Η λέξη "surf" χρησιμοποιείται κυρίως για να περιγράψει τη δράση του σερφάρισματος, δηλαδή την ικανότητα να επιβαίνεις σε ένα σερφ ή σανίδα στον ωκεανό και να κινείσαι πάνω στα κύματα. Στη γλώσσα των Αγγλικών, χρησιμοποιείται είτε στην προφορική είτε στη γραπτή μορφή, με μια ελαφρώς μεγαλύτερη έμφαση στον προφορικό λόγο, ειδικά σε σερφάροντας και μεταξύ ατόμων με ενδιαφέροντα σχετικά με τον αθλητισμό και την παραλία.
Μου αρέσει να σερφάρω κατά τους καλοκαιρινούς μήνες.
He learned how to surf after moving to California.
Έμαθε να σερφάρει μετά τη μετακόμισή του στην Καλιφόρνια.
Surfing requires a lot of practice and patience.
Η λέξη "surf" εμφανίζεται και σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις. Ορισμένα παραδείγματα περιλαμβάνουν:
Σερφάρετε στο διαδίκτυο για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με το σερφάρισμα.
Surf the waves
Μπορεί να σερφάρει τα κύματα σαν επαγγελματίας.
Surf through life
Η λέξη "surf" προέρχεται από τον όρο "surfer", που εισήχθη στα μέσα του 19ου αιώνα και σχετίζεται με την περιγραφή της χαρακτηριστικής κίνησης πάνω στα κύματα. Οι ρίζες της λέξης "surf" μάλλον συνδέονται και με το γαλλικό "cerf" που αναφέρεται στο κύμα.
Συνώνυμα: - ride (συχνά χρησιμοποιούμενο σε ένα πιο γενικό πλαίσιο) - glide (μπορεί να αναφέρεται και σε αργές κινήσεις πάνω στα κύματα)
Αντώνυμα: - sink (βουλιάζω, σε σχέση με το ότι δεν μπορείς να σερφάρεις) - struggle (αγωνίζομαι, σε σχέση με το να δυσκολεύεσαι πάνω στο νερό)