Ε名 (Νoun)
/ˈsɜr.fər/
Η λέξη "surfer" αναφέρεται σε ένα άτομο που ασχολείται με το σερφ, ένα θαλάσσιο σπορ που περιλαμβάνει το γλείψιμο πάνω σε κυματομορφές με τη χρήση μιας σανίδας. Η χρήση της λέξης τείνει να είναι πιο συχνή στο προφορικό λόγο, ειδικά σε πλαίσια που σχετίζονται με τη θαλάσσια ζωή και τον αθλητισμό. Είναι επίσης κοινή στο γραπτό κείμενο, ιδιαίτερα σε περιοδικά για σπορ και θάλασσα.
Ο σέρφερ έπιασε ένα τεράστιο κύμα χθες.
Every summer, the surfer travels to Hawaii for the best waves.
Κάθε καλοκαίρι, ο σέρφερ ταξιδεύει στη Χαβάη για τα καλύτερα κύματα.
My friend is a talented surfer who competes in competitions.
Η λέξη "surfer" εμφανίζεται σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις σχετικές με την παραλία και τον αθλητισμό:
Translation: Πάντα ντύνεται σαν σέρφερ τύπος, ανεξαρτήτως εποχής.
Surfer's paradise
Translation: Η παραλία θεωρείται παράδεισος του σέρφερ λόγω των τέλειων κυμάτων.
Surfing the web (play on words)
Η λέξη "surfer" προέρχεται από την αγγλική λέξη "surf", που με τη σειρά της έχει γαλλικές και πολυνησιακές ρίζες. Η χρήση της χρονολογείται από τον 20ό αιώνα, καθώς το σερφ έγινε δημοφιλές ως δραστηριότητα.
Συνώνυμα: - Sea rider (θαλάσσιος αναβάτης) - Wave rider (αναβάτης κυμάτων)
Αντώνυμα: - Non-surfer (μη σέρφερ) - Landlubber (άτομο που δεν έχει σχέση με τη θάλασσα)