Ουσιαστικό
/səˈɡɜr.dʒɪ.kəl ɡʌt/
Η φράση "surgical gut" αναφέρεται σε ράματα ή νήματα που παράγονται από φυσικά υλικά, συνήθως από έντερο ζώων (συνήθως πρόβατα), και χρησιμοποιούνται σε χειρουργικές διαδικασίες. Χρησιμοποιείται κυρίως στον τομέα της ιατρικής και της χειρουργικής, για την σύγκλειση πληγών.
Η χρήση της είναι πιο συχνή σε ιατρικά και επαγγελματικά κείμενα παρά στον προφορικό λόγο, γεγονός που την καθιστά τηγόρμηση σε συγκεκριμένα πλαίσια.
Ο χειρουργός επέλεξε χειρουργικό έντερο για να διασφαλίσει σωστή επούλωση.
Surgical gut is often preferred in many types of surgeries.
Το χειρουργικό έντερο προτιμάται συχνά σε πολλές τύπους χειρουργικών επεμβάσεων.
After the procedure, the patient was monitored for any reactions to the surgical gut.
Η "surgical gut" δεν χρησιμοποιείται συχνά ως μέρος ιδιωματικών εκφράσεων στη γλώσσα. Ωστόσο, μπορεί να εμφανιστεί σε ειδικά ιατρικά συμφραζόμενα ή σε περιγραφές χειρουργικών διαδικασιών.
Η χρήση του χειρουργικού εντέρου είναι τυπική σε πολλές διαδικασίες.
"She had to rest for a few days after the surgical gut was applied."
Έπρεπε να ξεκουραστεί για μερικές μέρες μετά την εφαρμογή του χειρουργικού εντέρου.
"Surgical gut has a natural absorption process in the body."
Η λέξη "gut" προέρχεται από την παλαιά Γερμανική λέξη "gute", δηλώνοντας εσωτερική ή σπλαχνική περιοχή, ενώ το "surgical" προέρχεται από τη Λατινική "chirurgiae", που σημαίνει "χειρουργική".
Συνώνυμα: - Absorbable suture - Catgut (μια πιο κοινή ονομασία για χειρουργικό έντερο)
Αντώνυμα: - Non-absorbable suture (μη απορροφήσιμο ράμμα) - Synthetic suture (συνθετικό ράμμα)