Ουσιαστικό
/ˈsɜː.dʒɪ.kəl ˈteɪ.bəl/
Ο όρος "surgical table" αναφέρεται σε ένα ειδικά σχεδιασμένο τραπέζι που χρησιμοποιείται κατά τη διάρκεια χειρουργικών επεμβάσεων. Είναι ρυθμιζόμενο και μπορεί να προσαρμοστεί για να παρέχει άνεση και πρόσβαση στο χειρουργό. Συχνά περιλαμβάνει διάφορες δυνατότητες, όπως τοποθέτηση και υποστήριξη του ασθενούς σε κατάλληλη θέση.
Χρήση στη γλώσσα Αγγλικά: Ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως σε ιατρικά και νοσοκομειακά περιβάλλοντα. Εμφανίζεται συχνότερα στο γραπτό κείμενο, όπως σε ιατρικές αναφορές και εγχειρίδια.
Το χειρουργικό τραπέζι ρυθμίστηκε για την επέμβαση.
She lay on the surgical table while the doctors prepared for surgery.
Ο όρος "surgical table" δεν χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συσχετιστεί με κάποιες ιατρικές φράσεις. Ακολουθούν μερικές παραδειγματικές προτάσεις που περιλαμβάνουν τον όρο:
Η χειρουργική ομάδα συγκεντρώθηκε γύρω από το χειρουργικό τραπέζι, έτοιμη για την επέμβαση.
Every detail was considered before placing the patient on the surgical table.
Κάθε λεπτομέρεια εξετάστηκε πριν τοποθετήσουν τον ασθενή στο χειρουργικό τραπέζι.
The surgical table must be cleaned thoroughly before each use.
Ο όρος "surgical" προέρχεται από τη λατινική λέξη "surgere" που σημαίνει "να ανυψώνω", ενώ η λέξη "table" προέρχεται από το γαλλικό "table", το οποίο έχει ρίζες στην λατινική λέξη "tabula" που σημαίνει "πίνακας" ή "ανάκλιντρο".
Συνώνυμα: - Operating table - Examining table
Αντώνυμα: - (δεν υπάρχει κοινώς αναγνωρισμένο αντίθετο, δεδομένου ότι είναι ένα ειδικό ιατρικό εργαλείο)