Ουσιαστικό
/sərˈveɪjərz skeɪl/
Η λέξη "surveyor's scale" αναφέρεται σε ένα εργαλείο ή συσκευή που χρησιμοποιείται από γεωμετρικούς ή τοπογράφους για να μετρήσουν αποστάσεις και να κάνουν ακριβείς μετρήσεις σε χάρτες και σχέδια. Συχνά είναι σημειωμένη με ειδικές κλίμακες που αντιπροσωπεύουν διάφορες μονάδες μέτρησης. Στη γλώσσα των Άγγλων, η χρήση της είναι συνηθισμένη στον τομέα των μηχανικών, αρχιτεκτονικής και γεωεπιστήμης, όπου προϋποθέτει μια γνώση της ακριβούς μέτρησης.
Η "surveyor's scale" χρησιμοποιείται πιο πολύ σε γραπτές εφαρμογές, όπως σε ειδικές τεχνικές αναφορές ή σε γεωμετρικούς χάρτες, ενώ λιγότερο στον προφορικό λόγο.
The architect used a surveyor's scale to determine the dimensions of the land.
Ο αρχιτέκτονας χρησιμοποίησε μια κλίμακα καταμέτρησης για να προσδιορίσει τις διαστάσεις του εδάφους.
It is essential to have a surveyor's scale for accurate plotting of the terrain.
Είναι απαραίτητο να έχεις μια κλίμακα καταμέτρησης για ακριβή απεικόνιση του εδάφους.
During the land survey, they relied heavily on the surveyor's scale for precision.
Κατά τη διάρκεια της επιθεώρησης του εδάφους, βασίστηκαν πολύ στην κλίμακα καταμέτρησης για ακρίβεια.
Η φράση "surveyor's scale" δεν είναι τόσο συνηθισμένη σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να προέρχονται ορισμένες φράσεις που σχετίζονται με τη μέτρηση και την ακρίβεια.
"Measuring up to a surveyor's scale requires patience and attention to detail."
Η μέτρηση σύμφωνα με μια κλίμακα καταμέτρησης απαιτεί υπομονή και προσοχή στη λεπτομέρεια.
"Make sure your measurements align with the surveyor's scale before finalizing the project."
Βεβαιωθείτε ότι οι μετρήσεις σας ευθυγραμμίζονται με την κλίμακα καταμέτρησης πριν από την ολοκλήρωση του έργου.
"Each point needs to be validated against the surveyor's scale for accuracy."
Κάθε σημείο χρειάζεται να επιβεβαιωθεί σύμφωνα με την κλίμακα καταμέτρησης για ακρίβεια.
Η λέξη "surveyor" προέρχεται από το γαλλικό "surveiller", που σημαίνει να παρατηρείς ή να επιβλέπεις, με το "scale" να αναφέρεται αρχικά σε εργαλεία που χρησιμοποιούνται για τη μέτρηση και την εκτίμηση μεγέθους. Η συνδυασμένη έννοια προέρχεται από τις ανάγκες των επαγγελματιών που απαιτείται να κάνουν ακριβείς μετρήσεις.
Συνώνυμα: - Measuring scale - Measurement ruler
Αντώνυμα: - Estimator (στο πλαίσιο της ακριβούς μέτρησης)
Αυτή η ανάλυση της λέξης "surveyor's scale" αναδεικνύει τη σημασία και τη χρήση της στον τομέα του σχεδιασμού και της μέτρησης.