Survival limit είναι ένα φράσεων, που περιλαμβάνει ένα ουσιαστικό (survival) και ένα όριο (limit).
/sərˈvaɪvəl ˈlɪmɪt/
Η φράση "survival limit" αναφέρεται στο μέγιστο σημείο ή την ελάχιστη διαδρομή στην οποία μπορούμε να επιβιώσουμε σε διάφορες συνθήκες. Χρησιμοποιείται συχνά σε περιβάλλοντα που σχετίζονται με επίβιωση, εκπαίδευση επιβίωσης, επιστημονική έρευνα ή στρατηγικές στρατιωτικών επιχειρήσεων.
Η έκφραση "survival limit" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε προφορικό και γραπτό λόγο, αλλά συναντάται συχνότερα σε γραπτά κείμενα όπως άρθρα και εγχειρίδια που αφορούν την επιβίωση.
Το όριο επιβίωσης αυτού του είδους είναι πολύ χαμηλότερο από ό,τι είχε προηγουμένως θεωρηθεί.
In extreme conditions, the survival limit can be tested severely.
Σε ακραίες συνθήκες, το όριο επιβίωσης μπορεί να δοκιμαστεί σφοδρά.
Understanding the survival limit helps prepare for emergencies.
Η φράση "survival limit" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε συνηθισμένες ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο μπορεί να εμφανίζεται σε συγκεκριμένα πλαίσια.
"Η πίεση του ορίου επιβίωσης διδάσκει πολύτιμα μαθήματα ζωής."
"They found their survival limit during the harsh winter."
"Βρήκαν το όριο επιβίωσής τους κατά τη διάρκεια του σκληρού χειμώνα."
"During the expedition, understanding their survival limit was crucial."
Η λέξη "survival" προέρχεται από τη λατινική λέξη "survivalis," που σημαίνει "να είναι ζωντανός" και η λέξη "limit" προέρχεται από τη λατινική λέξη "limes," που σημαίνει "όριο" ή "σύνορο."
Συνώνυμα: - Endurance threshold - Lifespan boundary
Αντώνυμα: - Total breakdown - Unlimited potential