Survivorship είναι ουσιαστικό.
/ səˈvaɪ.vər.ʃɪp /
Η λέξη survivorship αναφέρεται στην κατάσταση ή την ποιότητα του να επιζεις, είτε αναφορικά με τις ζωές ανθρώπων είτε με πληθυσμούς ή είδη. Στη γλώσσα των ιατρικών και κοινωνικών επιστήμων, χρησιμοποιείται σε πλαίσια που σχετίζονται με τη διάρκεια ζωής μετά από μια ασθένεια ή τραυματισμό, καθώς και σε νομικές ή οικονομικές αποζημιώσεις.
Η λέξη χρησιμοποιείται κυρίως σε επαγγελματικά και ακαδημαϊκά περιβάλλοντα, καθώς και σε ιατρικά κείμενα. Δε χρησιμοποιείται συχνά στον προφορικό λόγο της καθημερινότητας, καθώς είναι πιο εξειδικευμένη.
Η μελέτη επικεντρώθηκε στους δείκτες επιβίωσης των ασθενών με καρκίνο.
Survivorship benefits are often part of the insurance policy.
Τα οφέλη επιβίωσης είναι συχνά μέρος της ασφαλιστικής πολιτικής.
Researchers are analyzing the survivorship of different species in their natural habitats.
Η λέξη survivorship δεν είναι ιδιαίτερα γνωστή σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο μπορεί να συνδεθεί με αρκετές φράσεις που σχετίζονται με την επιβίωση.
Ο "μεροληπτικός επιβιωτής" συμβαίνει συχνά σε μελέτες όπου λαμβάνονται υπόψη μόνο οι επιτυχείς αποτελέσματα.
"The concept of survivorship is critical in epidemiology."
Η έννοια της επιβίωσης είναι κρίσιμη στην επιδημιολογία.
"In financial planning, survivorship planning helps ensure you and your loved ones are protected."
Η λέξη survivorship προέρχεται από το ρήμα "survive", το οποίο προέρχεται από τη Λατινική λέξη "survivere" που σημαίνει "να ζεις πέρα από κάτι". Η κατάληξη "-ship" υποδεικνύει κατάσταση ή ποιότητα.
Συνώνυμα: - Survival - Longevity - Endurance
Αντώνυμα: - Mortality - Death - Demise