Suture-line perforation είναι ένας όρος που χρησιμοποιείται κυρίως ως ουσιαστικό.
/ˈsuːtʃər laɪn ˌpɜːrfəˈreɪʃən/
Suture-line perforation αναφέρεται σε μια ιατρική κατάσταση ή διαδικασία όπου προκαλείται διάτρηση στη γραμμή ραφής, συνήθως μετά από χειρουργική επέμβαση. Αυτή η κατάσταση μπορεί να οδηγήσει σε επιπλοκές, όπως η διαρροή περιεχομένου από ένα εσωτερικό όργανο.
Χρήση στη γλώσσα Αγγλικά: Ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως σε ιατρικά ή χειρουργικά πλαίσια, ειδικά όταν αναφέρονται επιπλοκές που σχετίζονται με ράμματα. Συχνότητα χρήσης: Χρησιμοποιείται πιο συχνά στον γραπτό λόγο, κυρίως σε ιατρικές αναφορές και επιστημονικά άρθρα, λιγότερο στον προφορικό λόγο.
Ο χειρουργός παρατήρησε μια διάτρηση στη γραμμή ραφής κατά τη διάρκεια της επακολούθου εξέτασης.
Suture-line perforation can lead to severe complications if not addressed promptly.
Η διάτρηση της γραμμής ραφής μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρές επιπλοκές αν δεν αντιμετωπιστεί άμεσα.
The patient experienced symptoms due to a possible suture-line perforation.
Ο όρος "suture" ενδέχεται να χρησιμοποιείται σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις σχετικές με ιατρικά ή χειρουργικά θέματα, ωστόσο ειδικές ιδιωματικές εκφράσεις που περιλαμβάνουν τον ακριβή συνδυασμό "suture-line perforation" είναι σπάνιες. Ωστόσο, υπάρχουν σχετικές εκφράσεις με τη λέξη "suture" γενικά:
Ράβω τις πληγές.
Suture material - The material used to stitch a wound.
Υλικό ραφής - Το υλικό που χρησιμοποιείται για να ράψει μια πληγή.
Suture technique - The method by which sutures are applied.
Η λέξη "suture" προέρχεται από το λατινικό "sutūra" που σημαίνει "ραφή", και χρησιμοποιείται στην ιατρική για να περιγράψει τη διαδικασία ραφής των ιστών. Ο όρος "perforation" προέρχεται από το λατινικό "perforatio" που σημαίνει "διάτρηση".
Συνώνυμα: - Leakage (διαρροή) - Rupture (ρήξη)
Αντώνυμα: - Closure (κλείσιμο) - Sealing (σφράγισμα)