Το "sweep" είναι ρήμα και μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί ως ουσιαστικό.
/swiːp/
Το "sweep" σημαίνει να καθαρίσεις κάτι με μια σκούπα ή άλλο εργαλείο, να μεταφέρεις κάτι με κίνηση, ή να κάνεις μια γενική αναφορά σε μια ευρεία κίνηση ή δράση. Χρησιμοποιείται συχνά στην αγγλική γλώσσα, τόσο σε προφορικό όσο και σε γραπτό λόγο, και είναι αρκετά κοινό.
Το "sweep" χρησιμοποιείται συχνά σε καθημερινές συνομιλίες και επίσημα κείμενα, επομένως έχει υψηλή συχνότητα χρήσης. Στο γραπτό λόγο είναι πιο πιθανό να δεις το "sweep" σε περιγραφές καθημερινών έργων ή ενεργειών, ενώ στον προφορικό λόγο χρησιμοποιείται σε συνομιλίες.
I will sweep the floor before the guests arrive.
Θα σκουπίσω το δάπεδο πριν φτάσουν οι καλεσμένοι.
She made a sweep of the park to look for her lost dog.
Αυτή έκανε μια σκούπα στο πάρκο για να ψάξει τον χαμένο της σκύλο.
The team made a clean sweep of the competition.
Η ομάδα έκανε μια πλήρη σκούπα του ανταγωνισμού.
Η λέξη "sweep" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στην αγγλική γλώσσα.
Sweep someone off their feet
Για να κατακτήσεις ή να εντυπωσιάσεις κάποιον.
He swept her off her feet with his charm.
Την εντυπωσίασε με τη γοητεία του.
Sweep under the rug
Να παραβλέψεις ή να κρύψεις ένα πρόβλημα.
We cannot just sweep this issue under the rug.
Δεν μπορούμε απλά να κρύψουμε αυτό το ζήτημα.
Clean sweep
Να κερδίσεις τα πάντα ή να καθαρίσεις εντελώς μια κατάσταση.
The candidate made a clean sweep in the elections.
Ο υποψήφιος έκανε πλήρη σκούπα στις εκλογές.
Sweep the board
Να κερδίσεις όλα τα βραβεία ή να αποκτήσεις όλα τα οφέλη.
The team swept the board with their performances.
Η ομάδα έκλεψε την παράσταση με τις επιδόσεις τους.
Η λέξη "sweep" προέρχεται από την παλαιά αγγλική λέξη "swēopan," που σημαίνει "να καθαρίσω," και έχει ρίζες που σχετίζονται με το αρχαίο γερμανικό "sweipan."
Συνώνυμα:
- clean
- brush
- clear
Αντώνυμα:
- dirty
- clutter
- disorder