Επίθετο (Adjective)
/swiːt ˈruːtɪd/
Το "sweet-rooted" συχνά αναφέρεται σε φυτά που έχουν γλυκές ρίζες, όπως η γλυκόριζα. Στη γλώσσα των αγγλικών, χρησιμοποιείται για να περιγράψει χαρακτηριστικά φυτών ή λειτουργίες τους που σχετίζονται με την παραγωγή γλυκών γεύσεων μέσω των ριζών τους.
Η λέξη χρησιμοποιείται κυρίως σε γραπτά και προφορικά πλαίσια που σχετίζονται με τη βοτανική, τη γαστρονομία ή τις παραδοσιακές θεραπείες. Παρά την ειδική της φύση, δεν φαίνεται να χρησιμοποιείται καθημερινά.
The sweet-rooted plant is often used in herbal teas.
(Το γλυκόριζο φυτό χρησιμοποιείται συχνά σε βοτανικά τσάγια.)
In traditional medicine, sweet-rooted herbs are believed to have healing properties.
(Στην παραδοσιακή ιατρική, τα γλυκόριζα βότανα πιστεύεται ότι έχουν θεραπευτικές ιδιότητες.)
Chefs sometimes use sweet-rooted vegetables to enhance the flavor of their dishes.
(Οι σεφ χρησιμοποιούν μερικές φορές γλυκόριζες λαχανικών για να ενισχύσουν τη γεύση των πιάτων τους.)
Η λέξη "sweet-rooted" δεν είναι ευρύτερα γνωστή από πλευράς ιδιωματικών εκφράσεων. Ωστόσο, μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε φράσεις που σχετίζονται με τα φυτά ή τη γεύση. Ακολουθούν μερικές παραδείγματα:
"Our garden is filled with sweet-rooted plants that attract bees."
(Ο κήπος μας είναι γεμάτος γλυκόριζα φυτά που προσελκύουν μέλισσες.)
"You can taste the sweetness in the sweet-rooted carrots."
(Μπορείς να γευτείς τη γλυκύτητα στις γλυκόριζες καρότες.)
"Sweet-rooted herbs bring a unique flavor to the culinary world."
(Τα γλυκόριζα βότανα προσφέρουν μια μοναδική γεύση στον γαστρονομικό κόσμο.)
Η λέξη "sweet" προέρχεται από την αγγλοσαξονική λέξη "swete," που σημαίνει "ευχάριστος" ή "γλυκός," ενώ η λέξη "root" προέρχεται από την ορθόδοξη αγγλική λέξη "rōt," η οποία αναφέρεται στην ρίζα ενός φυτού.
Συνώνυμα:
- Glycyrrhizic (γλυκόριζα)
- Sweet-flavored (γλυκού τύπου)
Αντώνυμα:
- Bitter-rooted (πικρόριζο)
- Harsh (σκληρό)