To "swell" αναφέρεται στην αύξηση του μεγέθους ή της έντασης, συχνά συνδέεται με τη φυσική διαδικασία του φουσκώματος ή της επέκτασης. Στην αγγλική γλώσσα χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει την αυξανόμενη κατάσταση ή ενέργεια.
Το "dowel" είναι ένα ξύλινο ή πλαστικό κομμάτι που χρησιμοποιείται ως συνδετικό στοιχείο, κυρίως σε ξυλουργικές εφαρμογές. Χρησιμοποιείται για να συνδέει δύο κομμάτια υλικού με ακρίβεια.
The balloon will swell when it's filled with air.
(Ο μπαλόνι θα φουσκώσει όταν γεμίσει με αέρα.)
He used a dowel to secure the two pieces of wood together.
(Χρησιμοποίησε μια βέργα για να ασφαλίσει τα δύο κομμάτια ξύλου μεταξύ τους.)
The muscles will swell after a good workout.
(Οι μύες θα φουσκώσουν μετά από μια καλή προπόνηση.)
Η λέξη "swell" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις όπως:
Everything is just swell today!
(Όλα είναι απλά θαυμάσια σήμερα!)
Her mood swelled with excitement.
(Η διάθεση της φούσκωσε με ενθουσιασμό.)
The swelling in his ankle was a cause for concern.
(Η διόγκωση στον αστράγαλο του ήταν μια αιτία ανησυχίας.)
Let’s not make a mountain out of a molehill; things are really swell.
(Ας μην κάνουμε βουνό από ένα λακκούβα· τα πράγματα είναι πραγματικά καλά.)
The swelling tide made it difficult to surf.
(Η διόγκωση των κυμάτων δυσκόλεψε την κατάκτηση του σέρφινγκ.)
Αυτή η ανάλυση επιδιώκει να σας προσφέρει μια ολοκληρωμένη επισκόπηση των λέξεων "swell" και "dowel", ενώ τις συνδέει και με διάφορες γλωσσικές χρήσεις και εκφράσεις.