Ουσιαστικό
/ˈswɪmɪŋ puːl/
Η λέξη "swimming pool" αναφέρεται σε μια τεχνητή δεξαμενή γεμάτη με νερό, σχεδιασμένη για την κολύμβηση και άλλες δραστηριότητες που σχετίζονται με το νερό. Χρησιμοποιείται ευρέως στη σύγχρονη γλώσσα, τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, με συχνότητα που αυξάνεται ιδιαίτερα την καλοκαιρινή περίοδο.
Η πισίνα είναι ανοιχτή από τις 9 π.μ. έως τις 7 μ.μ.
They decided to install a swimming pool in their backyard.
Αποφάσισαν να εγκαταστήσουν μια πισίνα στην αυλή τους.
The hotel has a beautiful swimming pool overlooking the ocean.
Η λέξη "swimming pool" μπορεί να χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις και καταστάσεις:
I've decided to "dive into the swimming pool" of my new job.
"Cool off in the swimming pool"
We’re going to "cool off in the swimming pool" to escape the heat.
"Swimming pool party"
I organized a "swimming pool party" for my birthday.
"Jumping in the deep end of the swimming pool"
Η λέξη "swimming pool" προέρχεται από τις αγγλικές λέξεις "swimming", που είναι το gerund του ρήματος "to swim", που σημαίνει "κολυμπώ", και "pool", που σημαίνει "δεξαμενή" ή "κλειστή περιοχή με νερό".
Συνώνυμα: - Water basin (νερό δεξαμενή) - Aquatic facility (υδάτινη εγκατάσταση) - Lagoon (λιμνοθάλασσα)
Αντώνυμα: - Desert (έρημος) - Drought (ξηρασία)
Αυτές οι πληροφορίες θα σας παρέχουν μια ολοκληρωμένη κατανόηση της λέξης "swimming pool".