Το "swinging outlet" είναι ένα ουσιαστικό σύνθετο.
/ˈswɪŋɪŋ ˈaʊtlɛt/
Η φράση "swinging outlet" αναφέρεται σε μια ηλεκτρική πρίζα ή υποδοχή που είναι σχεδιασμένη να περιστρέφεται ή να κουνιέται, συνήθως για να διευκολύνει τη σύνδεση και αποσύνδεση καλωδίων, ειδικά σε περιοχές όπου η πρόσβαση είναι περιορισμένη. Χρησιμοποιείται συχνά σε περιβάλλοντα γραφείων, οικίες ή βιομηχανικούς χώρους.
"The new apartment features a swinging outlet for easier access."
Το νέο διαμέρισμα διαθέτει μια κούνια πρίζα για ευκολότερη πρόσβαση.
"I installed a swinging outlet behind the couch."
Εγκατέστησα μια κούνια πρίζα πίσω από τον καναπέ.
"The electrician recommended using a swinging outlet in the kitchen."
Ο ηλεκτρολόγος πρότεινε να χρησιμοποιηθεί μια κούνια πρίζα στην κουζίνα.
Η φράση "swinging outlet" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις. Ωστόσο, εδώ υπάρχουν μερικές προτάσεις που περιλαμβάνουν τη λέξη "swinging" σε ιδιωματικά συμφραζόμενα:
"He was swinging from the decisions he made last week."
Κουνιόταν από τις αποφάσεις που πήρε την περασμένη εβδομάδα.
"Life is a swinging pendulum; you must adapt to changes."
Η ζωή είναι μια κούνια εκκρεμούς· πρέπει να προσαρμόζεσαι στις αλλαγές.
"When the economy is swinging, businesses need to be agile."
Όταν η οικονομία κουνιέται, οι επιχειρήσεις πρέπει να είναι ευέλικτες.
Η λέξη "swinging" προέρχεται από το ρήμα "swing", που σημαίνει να κουνιέμαι ή να κινείται ελεύθερα. Η λέξη "outlet" προέρχεται από τη λατινική λέξη "ex" (έξω) και "lit" (φως ή άνοιγμα), που σημαίνει απλώς "έξοδος".