switch - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
DICLIB.COM
AI-based language tools

switch (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Ανάλυση της λέξης "switch"

Δυνατές επιλογές μετάφρασης στα ελληνικά:

  1. διακόπτης
  2. αλλαγή
  3. εναλλαγή
  4. στροφή
  5. μεταγωγέας

Μέρη του λόγου που μπορεί να είναι η λέξη στα αγγλικά:

1. Ρήμα

2. Ουσιαστικό

3. Επίθετο (σπάνια χρήση)

Πώς χρησιμοποιείται η λέξη στα αγγλικά:

Η λέξη "switch" χρησιμοποιείται είτε για να περιγράψει την πράξη της αλλαγής είτε για να αναφερθεί σε φυσικά αντικείμενα που ελέγχουν το ρεύμα ή άλλες διαδικασίες. Οι χρήσεις της είναι ευρείες, καλύπτοντας από καθημερινές ενέργειες έως τεχνικές αναφορές.

Συχνότητα χρήσης:

Η λέξη "switch" είναι αρκετά κοινή και χρησιμοποιείται συχνά σε καθημερινές συνομιλίες, τεχνικά κείμενα, καθώς και στον τομέα της πληροφορικής και της ηλεκτρολογίας. Έχει υψηλή συχνότητα κατά την αναφορά σε ηλεκτρονικές ή ηλεκτρικές συσκευές.

Χρήση σε προφορική ή γραπτή ομιλία:

Η λέξη "switch" χρησιμοποιείται και στις δύο μορφές ομιλίας, με προτίμηση σε προφορική, καθώς αναφέρεται συχνά σε πρακτικές ενέργειες της καθημερινότητας. Ωστόσο, συναντάται και σε γραπτά κείμενα, ιδιαίτερα σε τεχνικά ή επιστημονικά έργα.

Παραδείγματα χρήσης στα αγγλικά (με μετάφραση στα ελληνικά):

  1. "Don't forget to switch off your phone during the meeting."
  2. "Μην ξεχάσετε να απενεργοποιήσετε το τηλέφωνό σας κατά τη διάρκεια της συνάντησης."

  3. "He switched the channels on the TV."

  4. "Αυτός άλλαξε τους δίσκους στην τηλεόραση."

  5. "They need to switch to a different strategy."

  6. "Πρέπει να αλλάξουν σε μια διαφορετική στρατηγική."

Ετυμολογία:

Η λέα "switch" προέρχεται από το μεσαιωνικό γαλλικό "eswitcher", που σημαίνει "να αλλάξω" ή "να μεταδώσω". Συνδέεται επίσης με την παλαιά αγγλική λέξη "swich", που υποδηλώνει εναλλαγή ή μεταβολή. Η λέξη έχει διατηρήσει την έννοια της εναλλαγής μέσα στους αιώνες, επεκτείνοντας τη χρήση της σε διάφορους τομείς της καθημερινής ζωής και τεχνολογίας.