Ο συνδυασμός λέξεων "switch button" λειτουργεί ως ουσιαστικό.
[swɪtʃ ˈbʌtən]
Το "switch button" αναφέρεται συνήθως σε έναν μηχανισμό που χρησιμοποιείται για να ενεργοποιήσει ή να απενεργοποιήσει μια συσκευή ή μια λειτουργία. Χρησιμοποιείται κυρίως στον ηλεκτρονικό ή ψηφιακό τομέα, αλλά και σε γενικές περιγραφές που αφορούν τη χειροκίνητη αλληλεπίδραση με μηχανισμούς ή συσκευές.
Συχνότητα χρήσης: Η φράση χρησιμοποιείται συχνά και στα προφορικά και στα γραπτά κείμενα, ειδικά σε τεχνολογικά και ηλεκτρονικά συμφραζόμενα.
Το κουμπί διακόπτη στο τηλεχειριστήριο είναι σπασμένο.
I pressed the switch button to turn on the lights.
Πάτησα το κουμπί διακόπτη για να ανάψω τα φώτα.
Make sure the switch button is in the "off" position before unplugging it.
Η φράση "switch button" μπορεί να εμφανιστεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις, αν και οι idiomatic expressions είναι πιο δημοφιλείς σε συνδυασμούς όπως "flip the switch".
Είναι ώρα να πατήσουμε τον διακόπτη και να ξεκινήσουμε αυτό το έργο.
Sometimes, you just need to switch off and relax.
Μερικές φορές, χρειάζεται απλώς να απενεργοποιήσεις και να χαλαρώσεις.
Don’t forget to switch gears when you need to adapt to different situations.
Μην ξεχνάς να αλλάζεις ταχύτητα όταν χρειάζεται να προσαρμοστείς σε διάφορες καταστάσεις.
She found the switch button to her creativity after taking a break.
Το "switch" προέρχεται από τη λατινική λέξη "suscitare" που σημαίνει "να εγείρει" και χρησιμοποιείται από τον 17ο αιώνα σχετικά με μηχανισμούς που αλλάζουν τη ροή του ρεύματος ή άλλων χαρακτηριστικών. Η λέξη "button" προέρχεται από τη γαλλική λέξη "bouton" που αναφέρεται σε ένα μικρό αντικείμενο που μπορεί να πατηθεί ή να συνδεθεί.
Συνώνυμα: - διακόπτης - κουμπί
Αντώνυμα: - αδρανοποίηση (inactive) - αναστολή (deactivation)