Switch-plug είναι ένα ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή (IPA): /ˈswɪtʃ plʌɡ/
Ο όρος "switch-plug" αναφέρεται σε μια συσκευή ηλεκτρονικών κυκλωμάτων που συνδυάζει έναν διακόπτη με ένα βύσμα. Χρησιμοποιείται κυρίως για την εύκολη ενεργοποίηση ή απενεργοποίηση ηλεκτρικών συσκευών. Στη χρήση της αγγλικής γλώσσας, ο όρος βρίσκεται κυρίως σε τεχνικά κείμενα, εγχειρίδια ή συζητήσεις σχετικά με ηλεκτρικές εγκαταστάσεις και συσκευές.
Η συχνότητα χρήσης της λέξης "switch-plug" είναι σχετικά χαμηλή και κυρίως περιορίζεται σε ειδικές τεχνικές εφαρμογές. Χρησιμοποιείται περισσότερο σε γραπτά κείμενα παρά στον προφορικό λόγο.
Ο ηλεκτρολόγος εγκατέστησε έναν νέο διακόπτη-βύσμα για καλύτερο έλεγχο της συσκευής.
Make sure the switch-plug is turned off before you unplug the appliance.
Βεβαιωθείτε ότι ο διακόπτης-βύσμα είναι απενεργοποιημένος πριν αποσυνδέσετε την συσκευή.
Switch-plugs are essential for safety in household wiring.
Αν και ο όρος "switch-plug" δεν είναι ιδιαίτερα συχνός σε ιδιωματικές εκφράσεις, μπορούμε να αναφέρουμε κάποιες προτάσεις που περιλαμβάνουν τη χρήση του σε σύνθετες περιπτώσεις:
Αν ο διακόπτης-βύσμα σας δεν λειτουργεί, ελέγξτε την καλωδίωση.
The new switch-plug has a safety feature that prevents accidental unplugging.
Ο νέος διακόπτης-βύσμα έχει ένα χαρακτηριστικό ασφαλείας που αποτρέπει την ακούσια αποσύνδεση.
Using a switch-plug is a smart way to save energy.
Η λέξη "switch-plug" προέρχεται από την αγγλική λέξη "switch" που σημαίνει διακόπτης και "plug" που σημαίνει βύσμα. Συνδυάζει τις έννοιες για να περιγράψει μια συσκευή που συνδυάζει και τις δύο λειτουργίες.
Συνώνυμα: - Plug with switch - Power connector
Αντώνυμα: - Unplug - Disconnector
Αυτή είναι μια ολοκληρωμένη παρουσίαση του όρου "switch-plug". Αν έχετε περαιτέρω ερωτήσεις, παρακαλώ ενημερώστε με!