Το "switching-on" είναι ουσιαστικό και παρουσιάζει τη διαδικασία της ενεργοποίησης ή του ανοίγματος μιας συσκευής ή μιας λειτουργίας.
/swɪtʃɪŋ ɒn/
Το "switching-on" αναφέρεται στη διαδικασία κατά την οποία μια ηλεκτρική ή ηλεκτρονική συσκευή τίθεται σε λειτουργία. Στη γλώσσα Αγγλικά, χρησιμοποιείται συχνά σε τεχνολογικά ή καθημερινά συμφραζόμενα. Η χρήση του είναι πιο συχνή στον προφορικό λόγο, αλλά και στο γραπτό πλαίσιο, ειδικά σε τεχνικά κείμενα.
I will be switching-on the lights as soon as it gets dark.
(Θα ενεργοποιήσω τα φώτα μόλις σκοτεινιάσει.)
Switching-on the computer took longer than I expected.
(Η ενεργοποίηση του υπολογιστή χρειάστηκε περισσότερο χρόνο από ότι περίμενα.)
Η φράση "switching-on" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στα Αγγλικά. Ακολουθούν μερικές παραδείγματα:
She is switching-on to new technology every day.
(Αυτή ενεργοποιείται σε νέες τεχνολογίες κάθε μέρα.)
After switching-on the charm, he won her over.
(Μετά την ενεργοποίηση της γοητείας του, την κέρδισε.)
The team is switching-on their focus for the upcoming project.
(Η ομάδα ενεργοποιεί την προσοχή της για το επερχόμενο έργο.)
Switching-on the motivation required for this task is key.
(Η ενεργοποίηση της παρακίνησης που απαιτείται για αυτή την εργασία είναι το κλειδί.)
He just needs to switch-on his creativity to come up with new ideas.
(Αυτός απλώς χρειάζεται να ενεργοποιήσει τη δημιουργικότητά του για να βρει νέες ιδέες.)
Η λέξη προέρχεται από το ρήμα "switch" (συνδέω ή αλλάζω) και το "on", που σημαίνει ενεργό ή σε λειτουργία. Ο συνδυασμός δημιουργεί την ιδέα της μετάβασης από την κατάσταση "off" (σβηστό) στην κατάσταση "on" (ενεργό).
Συνώνυμα: - Activation - Powering on
Αντώνυμα: - Switching-off - Deactivation