Switchy είναι επίθετο.
/swɪtʃi/
Το "switchy" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που είναι επιρρεπές σε αλλαγές ή που μπορεί να αλλάξει γρήγορα. Συχνά περιγράφει καταστάσεις, ανθρώπους ή συμπεριφορές που είναι ασταθείς ή μη αξιόπιστες. Στο Αγγλικά, η λέξη σπανίως χρησιμοποιείται σε τυπικά γραπτά συμφραζόμενα και περισσότερο σε ανεπίσημο ή προφορικό λόγο.
Οι απόψεις του φαίνονται πολύ σαθρές για εμένα.
The weather is quite switchy today; it was sunny in the morning and now it's raining.
Ο καιρός είναι αρκετά διακόπτης σήμερα; Ήταν ηλιόλουστος το πρωί και τώρα βρέχει.
She has a switchy attitude that makes it hard to predict her reactions.
Η λέξη "switchy" δεν είναι ευρέως χρησιμοποιούμενη σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά άλλες σχετικές φράσεις και εκφράσεις περιλαμβάνουν:
Example: I was focused on work, but I need to switch gears and think about dinner now. - Ήμουν εστιασμένος στη δουλειά, αλλά πρέπει να αλλάξω κατεύθυνση και να σκεφτώ το δείπνο τώρα.
Example: He used to support that team, but he is switching sides now. - Συνήθιζε να υποστηρίζει αυτή την ομάδα, αλλά αλλάζει πλευρά τώρα.
Example: Let’s switch it up today and try a new restaurant. - Ας το αλλάξουμε σήμερα και να δοκιμάσουμε ένα νέο εστιατόριο.
Η λέξη "switchy" προέρχεται από το ουσιαστικό "switch," το οποίο έχει γαλλικές ρίζες, προερχόμενο από τη λέξη "ochet," που σημαίνει "να αποκόπτω" ή "να μεταφέρω".
Συνώνυμα: - Unstable - Changeable - Mercurial
Αντώνυμα: - Steady - Constant - Reliable