Swooning είναι ουσιαστικό και ρήμα.
/ˈswuːnɪŋ/
Η αντωνυμία "swooning" αναφέρεται στην κατάσταση της λιποθυμίας ή ενός έντονου συναισθηματικού ενθουσιασμού. Χρησιμοποιείται συνήθως για να περιγράψει την αντίδραση κάποιου σε μια πολύ ισχυρή έλξη ή ενθουσιασμό, όπως όταν είναι ερωτευμένος ή εντυπωσιασμένος από κάποιον.
Στη γλώσσα των Αγγλικών, η λέξη χρησιμοποιείται συχνά στο γραπτό και τον προφορικό λόγο, με υψηλή συχνότητα λόγω του συναισθηματικού της περιεχομένου.
Αυτή λιποθύμησε μόλις είδε τον αγαπημένο της σταρ.
The fans were swooning over the band's performance.
Οι θαυμαστές εκστασιάζονταν με την εμφάνιση του συγκροτήματος.
He couldn’t help but swoon when she smiled at him.
Η λέξη "swooning" χρησιμοποιείται και σε ιδιωματικές εκφράσεις που συνδέονται με την έντονη ενθουσιασμό ή έλξη:
Αυτός εκστασιάζεται από τη γοητεία της.
Many young women find themselves swooning at romantic novels.
Πολλές νέες γυναίκες εκστασιάζονται από τα ρομαντικά μυθιστορήματα.
The crowd was swooning with excitement at the concert.
Το πλήθος εκστασιαζόταν από ενθουσιασμό στη συναυλία.
She felt herself swooning as he whispered sweet nothings in her ear.
Ένιωσε να λιποθυμάει καθώς της ψιθύριζε γλυκόλογα στο αυτί.
Swooning fans filled the streets after the band's surprise appearance.
Η λέξη προέρχεται από το μεσαίο αγγλικό "swounen", το οποίο ήταν παραλλαγή του "swoon" που σημαίνει "λιποθυμώ" και έχει τις ρίζες του στη γερμανική γλώσσα.