sylvanite: ουσιαστικό
/sɪlˈvæn.aɪt/
Το "sylvanite" αναφέρεται σε ένα ορυκτό που περιέχει φυσικά στοιχεία όπως το χρυσό και το ασήμι, συνήθως χρησιμοποιούμενο στη μεταλλευτική βιομηχανία. Είναι γνωστό για την υψηλή περιεκτικότητά του σε πολύτιμα μέταλλα και την παρουσία του σε φυσικά περιβάλλοντα. Η χρήση του στη γλώσσα αγγλικά κυμαίνεται, ωστόσο δεν είναι ιδιαίτερα συχνή, και είναι πιθανότερο να εμφανίζεται σε επιστημονικά ή τεχνικά κείμενα παρά στον προφορικό λόγο.
Ο γεωλόγος ανακάλυψε σιλβανίτη στην αρχαία κοίτη ποταμού.
Mining companies are interested in the potential of sylvanite deposits in that region.
Οι μεταλλευτικές εταιρείες ενδιαφέρονται για την πιθανότητα κοιτασμάτων σιλβανίτη στην περιοχή αυτή.
Sylvanite is often evaluated for its gold content during assays.
Δεδομένου ότι η λέξη "sylvanite" δεν είναι ιδιαίτερα συχνή και δεν έχει κοινές ιδιωματικές εκφράσεις στον προφορικό λόγο, παρακάτω παρατίθενται κοινοί τρόποι που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί σε επιστημονικά ή τεχνικά συμφραζόμενα:
"Η δημιουργία του σιλβανίτη είναι το κλειδί για την κατανόηση του μεταλλευτικού πλούτου της περιοχής."
"Recent studies have focused on sylvanite to better assess its commercial value."
Η λέξη "sylvanite" προέρχεται από το λατινικό "sylva", που σημαίνει "δάσος", υπονοώντας τη φυσική προέλευση του ορυκτού, και το ελληνικό "ite" που χρησιμοποιείται για να αναδείξει τα ορυκτά.
Συνώνυμα: - Ορυκτό χρυσού - Ορυκτό ασήμι
Αντώνυμα: - Σημείο εξαθλίωσης (στη μεταλλευτική έννοια, αντίθετο στην καλή ποιότητα ορυκτού)
Αυτή είναι η ολοκληρωμένη παρουσίαση της λέξης "sylvanite". Αν χρειάζεστε περισσότερες πληροφορίες ή θεματικές επεκτάσεις, μην διστάσετε να ρωτήσετε!