Επίθετο (adverb)
/sɪmˈpæθɪkli/
Η λέξη "sympathetically" σημαίνει να εκφράζεις κατανόηση, συμπόνια ή αλληλεγγύη προς κάποιον άλλο. Χρησιμοποιείται συχνά σε συμφραζόμενα όπου κάποιος ανταποκρίνεται σε συναισθηματικά φορτισμένες καταστάσεις ή γεγονότα. Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, ενώ χρησιμοποιείται πιο έντονα σε υπηρεσίες ή καταστάσεις που απαιτούν διαπροσωπική επικοινωνία.
Αυτή την άκουσε συμπονετικά στα προβλήματά του.
The teacher spoke sympathetically to the struggling student.
Ο δάσκαλος μίλησε συμπονετικά στον μαθητή που αγωνιζόταν.
He responded sympathetically when she shared her news.
Η λέξη "sympathetically" χρησιμοποιείται και σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στην αγγλική γλώσσα. Ακολουθούν μερικές κοινές περιπτώσεις:
Ήταν συμπονετική προς τα θύματα της καταστροφής.
Look at something sympathetically
Κοίταξε τον αδέσποτο σκύλο συμπονετικά και αποφάσισε να τον υιοθετήσει.
Speak sympathetically
Ο σύμβουλος πάντα μιλάει συμπονετικά σε όσους βρίσκονται σε δυσφορία.
Respond sympathetically to someone
Είναι σημαντικό να απαντάς συμπονετικά σε έναν φίλο που χρειάζεται βοήθεια.
Think of something sympathetically
Η λέξη "sympathetically" προέρχεται από το ρήμα "sympathize" το οποίο έχει τις ρίζες του στο ελληνικό "συμπάθεια" (sympatheia), που σημαίνει "να υποφέρω μαζί" ή "να νιώθω μαζί".
Συνώνυμα: - Compassionately (συμπαθητικά) - Understandingly (κατανοητικά)
Αντώνυμα: - Indifferently (αδιάφορα) - Unfeelingly (άνευ αισθημάτων)