Ο όρος "synthetic crystal" αναφέρεται σε κρύσταλλους που παράγονται με τεχνητό τρόπο, συνήθως μέσω χημικών διαδικασιών. Οι συνθετικοί κρύσταλλοι χρησιμοποιούνται σε πολλές εφαρμογές, συμπεριλαμβανομένης της οπτικής, της ηλεκτρονικής και της κοσμηματοποίησης. Αυτοί οι κρύσταλλοι είναι συνήθως πιο καθαροί και συχνά φθηνότεροι από τους φυσικούς κρυστάλλους. Η χρήση τους είναι κοινή και στις δύο μορφές λόγου, προφορικού και γραπτού, με διαδεδομένη παρουσία σε επιστημονικά και βιομηχανικά κείμενα.
Ο συνθετικός κρύσταλλος χρησιμοποιείται συχνά στην τεχνολογία λέιζερ.
The jewelry industry has embraced synthetic crystal for its affordability.
Η φράση "synthetic crystal" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να εμφανιστεί σε επιστημονικά και τεχνικά συμφραζόμενα.
Ένας συνθετικός κρύσταλλος μπορεί να βελτιώσει τη διαύγεια των οπτικών συσκευών.
Many electronics rely on precise synthetic crystal components.
Πολλές ηλεκτρονικές συσκευές βασίζονται σε ακριβή συστατικά συνθετικού κρυστάλλου.
The process of creating a synthetic crystal requires careful control of temperature and pressure.
Η λέξη "synthetic" προέρχεται από το ελληνικό "σύνθετον" (synthesis), που σημαίνει συνδυασμός, και η λέξη "crystal" προέρχεται από το ελληνικό "κρύσταλλος", που σημαίνει υγρό ή παγωμένο. Ο συνδυασμός αυτών των όρων αναφέρεται στα υλικά που χειροποίητα δημιουργούνται για να μιμηθούν τους φυσικούς κρυστάλλους.
Lab-created crystal
Αντώνυμα: