tactical - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

tactical (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

tactical - επίθετο

Φωνητική μεταγραφή

/ˈtæk.tɪ.kəl/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "tactical" αναφέρεται σε στρατηγικές δυνάμεις ή ενέργειες που σχετίζονται με σχέδια ή μεθόδους για την επίτευξη ενός συγκεκριμένου σκοπού. Χρησιμοποιείται για να περιγράψει προσεγγίσεις που επικεντρώνονται σε λεπτομέρειες και εφαρμογές που επιδιώκουν άμεσες και επιτυχείς τακτικές λύσεις.

Συχνότητα χρήσης

Η λέξη χρησιμοποιείται συχνά τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, όμως είναι πιο κοινή σε τεχνικές ή στρατηγικές συζητήσεις. Είναι ιδιαίτερα συχνή σε πλαίσια που σχετίζονται με στρατιωτικές στρατηγικές, επιχειρηματικά σχέδια και αθλητικές τακτικές.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. The team developed a tactical plan for the upcoming competition.
  2. Η ομάδα ανέπτυξε ένα τακτικό σχέδιο για τον επερχόμενο διαγωνισμό.

  3. Tactical decisions can significantly influence the outcome of a battle.

  4. Οι τακτικές αποφάσεις μπορούν να επηρεάσουν σημαντικά την έκβαση μιας μάχης.

  5. The tactical advantage was evident in their swift movements.

  6. Το τακτικό πλεονέκτημα ήταν προφανές στις γρήγορες κινήσεις τους.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "tactical" μπορεί να αποτελέσει μέρος διάφορων ιδιωματικών εκφράσεων:

  1. Tactical retreat
  2. This tactic involved a tactical retreat to reassess the situation.
  3. Αυτή η τακτική περιλάμβανε μια τακτική υποχώρηση για να επανεκτιμηθεί η κατάσταση.

  4. Tactical advantage

  5. Gaining a tactical advantage is crucial in negotiations.
  6. Η απόκτηση ενός τακτικού πλεονεκτήματος είναι κρίσιμη στις διαπραγματεύσεις.

  7. Tactical maneuver

  8. The general ordered a tactical maneuver to outflank the enemy.
  9. Ο στρατηγός διέταξε μια τακτική ελιγμό για να παρακάμψει τον εχθρό.

  10. Tactical thinking

  11. Tactical thinking is essential for solving complex problems.
  12. Η τακτική σκέψη είναι απαραίτητη για την επίλυση σύνθετων προβλημάτων.

  13. Tactical operations

  14. The military conducts various tactical operations during training.
  15. Ο στρατός διεξάγει διάφορες τακτικές επιχειρήσεις κατά τη διάρκεια της εκπαίδευσης.

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "tactical" προέρχεται από το ελληνικό "τάκτικος" (taktikos), που σημαίνει «σχετικός με την τακτική» και προήλθε από το ρήμα "τάσσω" (tassō), που σημαίνει «τακτοποιώ» ή «διατάσσω».

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - στρατηγικός - οργανωτικός - προγραμματισμένος

Αντώνυμα: - αναρχικός - αποδιοργανωμένος - χαοτικός



25-07-2024