tactical - επίθετο
/ˈtæk.tɪ.kəl/
Η λέξη "tactical" αναφέρεται σε στρατηγικές δυνάμεις ή ενέργειες που σχετίζονται με σχέδια ή μεθόδους για την επίτευξη ενός συγκεκριμένου σκοπού. Χρησιμοποιείται για να περιγράψει προσεγγίσεις που επικεντρώνονται σε λεπτομέρειες και εφαρμογές που επιδιώκουν άμεσες και επιτυχείς τακτικές λύσεις.
Η λέξη χρησιμοποιείται συχνά τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, όμως είναι πιο κοινή σε τεχνικές ή στρατηγικές συζητήσεις. Είναι ιδιαίτερα συχνή σε πλαίσια που σχετίζονται με στρατιωτικές στρατηγικές, επιχειρηματικά σχέδια και αθλητικές τακτικές.
Η ομάδα ανέπτυξε ένα τακτικό σχέδιο για τον επερχόμενο διαγωνισμό.
Tactical decisions can significantly influence the outcome of a battle.
Οι τακτικές αποφάσεις μπορούν να επηρεάσουν σημαντικά την έκβαση μιας μάχης.
The tactical advantage was evident in their swift movements.
Η λέξη "tactical" μπορεί να αποτελέσει μέρος διάφορων ιδιωματικών εκφράσεων:
Αυτή η τακτική περιλάμβανε μια τακτική υποχώρηση για να επανεκτιμηθεί η κατάσταση.
Tactical advantage
Η απόκτηση ενός τακτικού πλεονεκτήματος είναι κρίσιμη στις διαπραγματεύσεις.
Tactical maneuver
Ο στρατηγός διέταξε μια τακτική ελιγμό για να παρακάμψει τον εχθρό.
Tactical thinking
Η τακτική σκέψη είναι απαραίτητη για την επίλυση σύνθετων προβλημάτων.
Tactical operations
Η λέξη "tactical" προέρχεται από το ελληνικό "τάκτικος" (taktikos), που σημαίνει «σχετικός με την τακτική» και προήλθε από το ρήμα "τάσσω" (tassō), που σημαίνει «τακτοποιώ» ή «διατάσσω».
Συνώνυμα: - στρατηγικός - οργανωτικός - προγραμματισμένος
Αντώνυμα: - αναρχικός - αποδιοργανωμένος - χαοτικός