Η φράση "tactile sensibility" αποτελείται από δύο ουσιαστικά.
/tækˈtaɪl ˌsɛn.səˈbɪl.ɪ.ti/
Η "tactile sensibility" αναφέρεται στην ικανότητα ενός ατόμου να αισθάνεται και να αντιλαμβάνεται ευαισθησίες μέσω της αφής. Αυτή η έννοια χρησιμοποιείται συχνά στη ψυχολογία και τη νευρολογία για να περιγράψει τις διαφοροποιημένες ικανότητες αντίληψης μέσω επαφής. Η συχνότητα χρήσης της είναι μεγαλύτερη στο γραπτό πλαίσιο, όπως σε επιστημονικά και ακαδημαϊκά κείμενα, αν και μπορεί να χρησιμοποιηθεί και στον προφορικό λόγο.
Η αφηρητική αίσθηση του παιδιού αναπτύχθηκε γρήγορα καθώς ανακάλυπτε διαφορετικές υφές.
In therapy, enhancing tactile sensibility can significantly aid in motor skill development.
Στη θεραπεία, η βελτίωση της αφηρητικής αίσθησης μπορεί να βοηθήσει σημαντικά στην ανάπτυξη κινητικών δεξιοτήτων.
Individuals with heightened tactile sensibility may be more sensitive to touch and pressure.
Η φράση "tactile sensibility" χρησιμοποιείται λιγότερο σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά υπάρχουν σχετικές έννοιες που συνδέονται με την αφηρητική αίσθηση. Ιδού μερικές σχετικές ατάκες:
Έχει μια αφηρητική αίσθηση που του επιτρέπει να εκτιμάει τα λεπτά υφάσματα.
Her artwork reflects a deep tactile sensibility, engaging viewers on multiple sensory levels.
Το έργο τέχνης της αντανακλά μια βαθιά αφηρητική αίσθηση, εμπλέκοντας τους θεατές σε πολλαπλά αισθητηριακά επίπεδα.
In dance, tactile sensibility is crucial for responding to a partner's movements.
Η λέξη "tactile" προέρχεται από το λατινικό "tactilis," που σημαίνει "αφής," και "sensibility" προέρχεται από το λατινικό "sensibilis," το οποίο σημαίνει "ικανός να αισθάνεται." Οι ρίζες αυτές δείχνουν τη συνδυαστική φύση αυτής της έννοιας.
Συνώνυμα: - Αισθητική ευαισθησία - Αντίληψη μέσω αφής
Αντώνυμα: - Αδυναμία αντίληψης - Μη ευαίσθητος στην αφή