"Takeaway" είναι ένα ουσιαστικό.
/takeəˌweɪ/
Η λέξη "takeaway" αναφέρεται κυρίως σε φαγητό που παραγγέλνεται από ένα εστιατόριο ή κατάστημα και καταναλώνεται αλλού, συνήθως στο σπίτι. Όταν χρησιμοποιείται μεταφορικά, αναφέρεται σε ένα σημαντικό συμπέρασμα ή μάθημα που προκύπτει από μια συζήτηση ή παρουσίαση. Είναι μια λέξη που χρησιμοποιείται συχνά σε καθημερινές συνδιαλέξεις, αλλά και σε γραπτά κείμενα.
I ordered a takeaway for dinner tonight.
Παρέγγειλα φαγητό για να πάρω σπίτι για δείπνο απόψε.
The meeting had a significant takeaway about team collaboration.
Η συνεδρίαση είχε ένα σημαντικό μάθημα σχετικά με τη συνεργασία ομάδας.
What's your favorite takeaway restaurant in the city?
Ποιο είναι το αγαπημένο σας εστιατόριο για φαγητό σε πακέτο στην πόλη;
"Takeaway" χρησιμοποιείται επίσης σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις. Ακολουθούν μερικές παραδείγματα:
The main takeaway from the lecture was the importance of time management.
Το κυριότερο συμπέρασμα από τη διάλεξη ήταν η σημασία της διαχείρισης του χρόνου.
After our discussion, I had a clear takeaway on the project’s direction.
Μετά τη συζήτησή μας, είχα μια σαφή αντίληψη για την κατεύθυνση του έργου.
Don't forget the key takeaway from our strategy meeting.
Μην ξεχάσεις το βασικό συμπέρασμα από τη συνάντηση στρατηγικής μας.
The takeaway message is that persistence pays off in the end.
Το βαρύ μάθημα είναι ότι η επιμονή αποδίδει στο τέλος.
My biggest takeaway from the book is to always stay curious.
Το μεγαλύτερο μάθημα που πήρα από το βιβλίο είναι να παραμένω πάντα περίεργος.
Η λέξη "takeaway" είναι σύνθετη και προέρχεται από το ρήμα "take" και το ουσιαστικό "way", υποδηλώνοντας την πράξη της "παραλαβής" ή "παίρνω" φαγητό για το δρόμο.
Συνώνυμα:
- takeout (ειδικά στην αμερικανική αγγλική)
- carryout
Αντώνυμα:
- dine-in (φαγητό που καταναλώνεται στο εστιατόριο)
- eat-in