Το "tallow-tree" είναι ουσιαστικό.
/ˈtæloʊ triː/
Το "tallow-tree" αναφέρεται κυρίως στο δέντρο που παράγει το έλαιο τάλου ή τα ειδικά φρούτα που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή ελαίου. Συνήθως συνδέεται με το δέντρο Sapium sebiferum, το οποίο είναι γνωστό για τη χρήση του στη βιομηχανία.
Χρήση στη γλώσσα Αγγλικά: Αυτός ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως σε περιβαλλοντολογικές ή γεωπονικές συζητήσεις. Η συχνότητα χρήσης του είναι σχετικά περιορισμένη, κυρίως σε τεχνικά ή επιστημονικά κείμενα.
Προφορικός ή γραπτός λόγος: Χρησιμοποιείται ιδίως στον γραπτό λόγο, ειδικά σε ακαδημαϊκά και ερευνητικά περιβάλλοντα.
Το δέντρο καστορέλαιο καλλιεργείται για το έλαιο του εδώ και αιώνες.
Many species of birds make nests in the branches of the tallow-tree.
Πολλές είδη πουλιών φτιάχνουν φωλιές στα κλαδιά του δένδρου ταλού.
The leaves of the tallow-tree are often used as natural remedies.
Δεν υπάρχουν πολλά γνωστά ιδιωματικά ρητά που περιλαμβάνουν τον όρο "tallow-tree", καθώς είναι μια πιο τεχνική έννοια. Ωστόσο, μπορεί να συνδυαστεί σε συζητήσεις για περιβάλλον ή γεωργία.
"Στο πεδίο της βιώσιμης δασοκομίας, το δέντρο καστορέλαιο παίζει σημαντικό ρόλο."
"The cultivation of the tallow-tree can benefit the local economy."
"Η καλλιέργεια του δένδρου ταλού μπορεί να ωφελήσει την τοπική οικονομία."
"Using tallow-tree resources wisely can lead to ecological balance."
Ο όρος "tallow" προέρχεται από την παλαιά αγγλική λέξη "talu", που σημαίνει λίπος ή έλαιο, ενώ το "tree" προέρχεται από την παλαιά αγγλική λέξη "treow". Είναι μια σύνθεση που αναφέρεται συγκεκριμένα στον τύπο του δέντρου που παράγει έλαιο.
Συνώνυμα: - Oil tree - Fat tree
Αντώνυμα: - Φυτά που δεν παράγουν έλαια - Δέντρα που δεν είναι πηγές λιπαρών ουσιών
Αυτά τα στοιχεία παρέχουν μια ολοκληρωμένη εικόνα του όρου "tallow-tree" και της σημασίας του τόσο στη γλώσσα όσο και στην πράξη.