Ουσιαστικό
/ˈtæŋɡlˌfʊt/
Η λέξη "tanglefoot" αναφέρεται σε μια κολλώδη ή παχύρρευστη ουσία, συνήθως χρησιμοποιούμενη για να παγιδεύει ή να δυσκολεύει τη μετακίνηση ζωντανών οργανισμών (συνήθως έντομα). Στην πιο ευρεία της έννοια, μπορεί να περιγράφει κάτι που προκαλεί σύγχυση ή δυσκολία στην κίνηση ή δράση. Χρησιμοποιείται κυρίως σε γραπτό πλαίσιο, αλλά μπορεί να εμφανιστεί και στον προφορικό λόγο, κυρίως σε τεχνικές ή επιστημονικές συζητήσεις.
Ο τανγκλεφούτ εμπόδισε τα έντομα να ξεφύγουν.
After applying the tanglefoot, we noticed a significant reduction in the pest population.
Αφού εφαρμόσαμε το τανγκλεφούτ, παρατηρήσαμε σημαντική μείωση στον πληθυσμό των παρασίτων.
The artist used tanglefoot to create a unique sticky sculpture.
Η λέξη "tanglefoot" δεν είναι πολύ συχνή σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά σχετίζεται με την έννοια του μπερδέματος ή της δυσκολίας. Μερικές σχετικές εκφράσεις που περιλαμβάνουν την έννοια της σύγχυσης ή του ελέγχου:
(He was really caught in a tanglefoot when his commitments piled up on him.)
"To tangle one's feet"
(The climb became dangerous when I started to tangle my feet in the branches.)
"Tanglefooted"
Η λέξη "tanglefoot" προέρχεται από την αγγλική γλώσσα με δύο στοιχεία: "tangle" που σημαίνει μπερδεύω και "foot" που αναφέρεται σε κάτι που σχετίζεται με την κίνηση (τα πόδια). Η συνδυασμένη σημασία υποδηλώνει κάτι που προκαλεί μπέρδεμα ή περιορισμούς στην κίνηση.
Συνώνυμα: - Sticky substance (κολλώδης ουσία) - Adhesive (κόλλα)
Αντώνυμα: - Smooth (λεία) - Fluid (ρευστή)