tantalizingly constrained - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

tantalizingly constrained (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του Λόγου

Φωνητική Μεταγραφή

Επιλογές Μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της Λέξης

Το "tantalizingly constrained" είναι μια φράση που περιγράφει μια κατάσταση όπου κάτι είναι περιορισμένο ή εγκλωβισμένο, αλλά ταυτόχρονα έχει κάποια ελκυστική ή δελεαστική ποιότητα. Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει καταστάσεις ή αντικείμενα που, αν και περιορισμένα, προσφέρουν κάποια μορφή ικανοποίησης ή προσμονής.

Είναι πιο συχνά χρησιμοποιούμενη σε γραφτό πλαίσιο, όπως σε λογοτεχνικά έργα ή αναλυτικά κείμενα, παρά στον προφορικό λόγο.

Παραδείγματα Προτάσεων

  1. The artist's work was tantalizingly constrained by the limits of the canvas.
  2. Το έργο του καλλιτέχνη ήταν δελεαστικά περιορισμένο από τα όρια του καμβά.

  3. She felt tantalizingly constrained in her job, longing for more freedom.

  4. Αισθανόταν δελεαστικά περιορισμένη στη δουλειά της, επιθυμώντας περισσότερη ελευθερία.

Ιδιωματικές Εκφράσεις

Η φράση "tantalizingly constrained" δεν είναι κοινώς χρησιμοποιούμενη σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να εμφανιστεί σε ποιοτικό και λογοτεχνικό λόγο. Εδώ είναι μερικές σχετικές ιδέες και παραδείγματα που στηρίζονται στο νόημά της:

  1. "Living life tantalizingly constrained can lead to unexpected creativity."
  2. Η ζωή περιορισμένη δελεαστικά μπορεί να οδηγήσει σε απροσδόκητη δημιουργικότητα.

  3. "The book left the protagonist tantalizingly constrained, making readers eager for the sequel."

  4. Το βιβλίο άφησε τον πρωταγωνιστή δελεαστικά περιορισμένο, κάνοντας τους αναγνώστες ανυπόμονους για τη συνέχεια.

  5. "In her work, she found a tantalizingly constrained balance between elegance and practicality."

  6. Στη δουλειά της, βρήκε μια δελεαστικά περιορισμένη ισορροπία ανάμεσα στην κομψότητα και την πρακτικότητα.

Ετυμολογία της Λέξης

Συνώνυμα και Αντώνυμα



25-07-2024