Η λέξη "tapered" αναφέρεται σε κάτι που έχει σχήμα που στενεύει από ένα άκρο (πιο φαρδύ) προς το άλλο (πιο στενό). Συχνά χρησιμοποιείται για να περιγράψει κατασκευές, ρούχα, ή ακόμα και φυσικά αντικείμενα όπως δέντρα ή κέρατα.
Είναι μια λέξη που χρησιμοποιείται κυρίως στο γραπτό κείμενο, συνήθως σε περιγραφές προϊόντων ή φυσικών μορφών. Η συχνότητα χρήσης είναι μέση, αν και μπορεί να είναι πιο συχνή σε κλάδους όπως η μόδα και η αρχιτεκτονική.
Το φόρεμα έχει μια στενή εφαρμογή που τονίζει τη μέση.
They designed a tapered chair to save space in the dining room.
Η λέξη "tapered" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις που συνδέονται με τις προσαρμογές ή τις αλλαγές σε κατάσταση ή μορφή.
Το έργο έχει περιοριστεί για να επικεντρωθεί στα κύρια παραδοτέα.
Their budget has been tapered off since the start of the fiscal year.
Ο προϋπολογισμός τους έχει μειωθεί από την αρχή του οικονομικού έτους.
The company tapered its workforce gradually due to economic challenges.
Η λέξη "tapered" προέρχεται από το ρήμα "taper", το οποίο σημαίνει "να στενεύει". Το ρήμα προέρχεται από τη γαλλική λέξη "taper", που σημαίνει "να χτυπάω" ή "να πιέζω".