Tar brush (σύνθετο ουσιαστικό).
/tɑːr brʌʃ/
Η φράση "tar brush" αναφέρεται σε μια βούρτσα που χρησιμοποιείται για την εφαρμογή ή την επάλειψη πίσσας ή παρόμοιων υλικών, όπως είναι η ασφάλτου. Είναι συχνά χρησιμοποιούμενη σε κατασκευές και επαλήψεις, καθώς και σε εργασίες που απαιτούν την εφαρμογή πίσσας. Στη γλώσσα των Αγγλικών, η χρήση αυτού του όρου είναι πιο συχνή σε τεχνικά ή κατασκευαστικά πλαίσια, και λιγότερο σε καθημερινό προφορικό λόγο.
Η χρήση του όρου "tar brush" σχετίζεται κυρίως με εργασίες που απαιτούν χειρωνακτική εργασία και είναι συχνά σχετιζόμενη με οδοποιία, κατασκευές ή συντήρηση.
Χρησιμοποίησα μια βούρτσα πίσσας για να καλύψω τη στέγη.
The workers applied tar with a tar brush during the construction project.
Η φράση "tar brush" δεν είναι συνήθως μέρος κοινών ιδιωματικών εκφράσεων στην αγγλική γλώσσα. Ωστόσο, μπορούμε να εξετάσουμε κάποιες φράσεις που σχετίζονται με το θέμα:
Για να πάρετε πίσσα στα χέρια, πρέπει να δουλέψετε με μια βούρτσα πίσσας.
He didn't mind the mess; the tar brush made the job easier.
Δεν τον πείραζε η ακαταστασία; Η βούρτσα πίσσας έκανε τη δουλειά πιο εύκολη.
Using a tar brush requires some skill.
Η λέξη "tar" προέρχεται από την παλαιά αγγλική λέξη "tær", που σημαίνει πίσσα, και "brush" προέρχεται από την αγγλική λέξη "brushe", που σημαίνει βούρτσα, πρώτης προελεύσεως από την γαλλική γλώσσα.
Ελπίζω οι πληροφορίες αυτές να σας φανούν χρήσιμες!