Το "tart" μπορεί να λειτουργεί ως επίθετο ή ως ουσιαστικό.
/tɑːrt/
Στα αγγλικά, η λέξη "tart" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που είναι ξινό ή πικρό στη γεύση, κυρίως όταν αναφέρεται σε φρούτα ή γλυκά, όπως τάρτες. Ωστόσο, μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί μεταφορικά για να περιγράψει ένα άτομο που είναι καυστικό ή επιθετικό στη συμπεριφορά του. Στην καθημερινή γλώσσα, η χρήση της "tart" είναι πιο συχνή σε γραπτές μορφές, όπως σε συνταγές ή περιγραφές γεύσεων, αλλά εμφανίζεται και σε προφορικές συζητήσεις.
The lemon tart was too tart for my taste.
(Η τάρτα λεμονιού ήταν πολύ ξινή για τη γεύση μου.)
Her tart remarks upset everyone at the party.
(Οι πικρές παρατηρήσεις της αναστάτωσαν όλους στο πάρτι.)
He baked a delicious berry tart that was just the right amount of tartness.
(Έψησε μια νόστιμη τάρτα μούρων που είχε ακριβώς τη σωστή ποσότητα ξινής γεύσης.)
Η λέξη "tart" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις καθώς και στην περιγραφή κάποιων χαρακτηριστικών μιας παρασκευής ή της συμπεριφοράς ενός ατόμου.
"A tart tongue" - Refers to someone who speaks sharply or critically.
(Μια πικρή γλώσσα, αναφέρεται σε κάποιον που μιλάει με οξύτητα ή κριτική.)
"Tart with a heart" - Describes someone who may appear sharp or critical but has a kind heart.
(Ξινός αλλά με καρδιά, περιγράφει κάποιον που μπορεί να φαίνεται οξύς ή κριτικός αλλά έχει καλή καρδιά.)
"Tart the edges" - Often used in cooking, meaning to give a tangy flavor variety in dishes.
(Να κάνεις τα άκρα ξινά, που χρησιμοποιείται στη μαγειρική, σημαίνει να δώσεις μια ξινή γεύση ποικιλίας στα πιάτα.)
Η λέξη "tart" προέρχεται από τη μέση αγγλική γλώσσα "tarte," που είναι δανεισμένη από τη γαλλική λέξη "tarte," η οποία προέρχεται από τη λατινική "tartum," που σημαίνει κέικ ή τάρτα.