Πρόκειται για φράση που ανήκει στην κατηγορία των επιθέτων.
/ˌtɔːtəˈlɒdʒɪkli ˈvælɪd/
Η φράση "tautologically valid" αναφέρεται σε προτάσεις ή λογικά επιχειρήματα που είναι πάντα αληθινά, ανεξαρτήτως των πραγματικών συνθηκών. Είναι ένας όρος που χρησιμοποιείται συχνά στη λογική και τη φιλοσοφία. Η χρήση του είναι αρκετά συχνή σε γραπτές επιστημονικές αναλύσεις, αλλά μπορεί επίσης να συναντηθεί στον προφορικό λόγο όταν συζητούνται θέματα λογικής.
Μια δήλωση που είναι ταυτολογικά έγκυρη δεν μπορεί να είναι ψευδής κάτω από καμία ερμηνεία.
The argument presented in class was tautologically valid, making it a strong foundation for the conclusion.
Η φράση "tautologically valid" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο μπορεί να ενσωματωθεί σε κάποιες προτάσεις που σχετίζονται με τη λογική και την αλήθεια. Ακολουθούν μερικές προτάσεις:
Είναι ταυτολογικά έγκυρο ότι αν βρέχει, τότε θα είναι βρεγμένο έξω.
The principle is tautologically valid, affirming that all bachelors are unmarried men.
Η αρχή είναι ταυτολογικά έγκυρη, επιβεβαιώνοντας ότι όλοι οι ανύπαντροι είναι άγαμοι άντρες.
In mathematics, a tautologically valid theorem can never be disproven.
Ο όρος "tautologically" προέρχεται από την ελληνική λέξη "ταυτολογία," που σημαίνει "λέω το ίδιο". Στη φιλοσοφία και τη λογική, η ταυτολογία αναφέρεται σε προτάσεις που είναι αληθείς απλά και μόνο λόγω της γλώσσας που χρησιμοποιούν.
Συνώνυμα: - Logically valid (λογικά έγκυρος) - Infallibly true (αλάθητα αληθής)
Αντώνυμα: - Tautologically invalid (ταυτολογικά άκυρος) - Logically unsound (λογικά μη έγκυρος)