tautologically valid - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

tautologically valid (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Πρόκειται για φράση που ανήκει στην κατηγορία των επιθέτων.

Φωνητική μεταγραφή

/ˌtɔːtəˈlɒdʒɪkli ˈvælɪd/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η φράση "tautologically valid" αναφέρεται σε προτάσεις ή λογικά επιχειρήματα που είναι πάντα αληθινά, ανεξαρτήτως των πραγματικών συνθηκών. Είναι ένας όρος που χρησιμοποιείται συχνά στη λογική και τη φιλοσοφία. Η χρήση του είναι αρκετά συχνή σε γραπτές επιστημονικές αναλύσεις, αλλά μπορεί επίσης να συναντηθεί στον προφορικό λόγο όταν συζητούνται θέματα λογικής.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. A statement that is tautologically valid cannot be false under any interpretation.
  2. Μια δήλωση που είναι ταυτολογικά έγκυρη δεν μπορεί να είναι ψευδής κάτω από καμία ερμηνεία.

  3. The argument presented in class was tautologically valid, making it a strong foundation for the conclusion.

  4. Το επιχείρημα που παρουσιάστηκε στην τάξη ήταν ταυτολογικά έγκυρο, καθιστώντας το ένα ισχυρό θεμέλιο για το συμπέρασμα.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η φράση "tautologically valid" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο μπορεί να ενσωματωθεί σε κάποιες προτάσεις που σχετίζονται με τη λογική και την αλήθεια. Ακολουθούν μερικές προτάσεις:

  1. It is tautologically valid that if it rains, then it will be wet outside.
  2. Είναι ταυτολογικά έγκυρο ότι αν βρέχει, τότε θα είναι βρεγμένο έξω.

  3. The principle is tautologically valid, affirming that all bachelors are unmarried men.

  4. Η αρχή είναι ταυτολογικά έγκυρη, επιβεβαιώνοντας ότι όλοι οι ανύπαντροι είναι άγαμοι άντρες.

  5. In mathematics, a tautologically valid theorem can never be disproven.

  6. Στα μαθηματικά, ένα ταυτολογικά έγκυρο θεώρημα δεν μπορεί ποτέ να απορριφθεί.

Ετυμολογία

Ο όρος "tautologically" προέρχεται από την ελληνική λέξη "ταυτολογία," που σημαίνει "λέω το ίδιο". Στη φιλοσοφία και τη λογική, η ταυτολογία αναφέρεται σε προτάσεις που είναι αληθείς απλά και μόνο λόγω της γλώσσας που χρησιμοποιούν.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Logically valid (λογικά έγκυρος) - Infallibly true (αλάθητα αληθής)

Αντώνυμα: - Tautologically invalid (ταυτολογικά άκυρος) - Logically unsound (λογικά μη έγκυρος)



25-07-2024