tawse - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
DICLIB.COM
AI-based language tools

tawse (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Tawse: Ουσιαστικό

Φωνητική μεταγραφή

[ˈtɔːs]

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "tawse" αναφέρεται κυρίως σε ένα εργαλείο πειθαρχίας που χρησιμοποιείται κυρίως σε εκπαιδευτικά περιβάλλοντα, ιδιαίτερα στη Σκωτία. Είναι μια δερμάτινη λωρίδα που χρησιμοποιείται για να χτυπήσει τα χέρια ή τους γλουτούς ως μορφή τιμωρίας. Η χρήση της ήταν συνηθισμένη σε σχολεία για να πειθαρχούν οι μαθητές, αν και αυτή η πρακτική έχει γίνει λιγότερο συνηθισμένη τα τελευταία χρόνια.

Αυτή η λέξη συνήθως χρησιμοποιείται σε πιο παραδοσιακά ή ιστορικά συμφραζόμενα και η χρήση της είναι πιο συχνή σε γραπτό λόγο παρά στον προφορικό.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. The teacher decided to use a tawse as a punishment for misbehavior.
  2. Ο δάσκαλος αποφάσισε να χρησιμοποιήσει ένα τσουβάλι ως ποινή για κακή συμπεριφορά.

  3. Many students feared the tawse, associating it with strict discipline.

  4. Πολλοί μαθητές φοβόντουσαν το τσουβάλι, συνδέοντάς το με αυστηρή πειθαρχία.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "tawse" δεν είναι πολύ συχνά μέρος ιδιωματικών εκφράσεων, αλλά εδώ είναι κάποιες προτάσεις που σχετίζονται με την πειθαρχία και τη χρήση του τσουβαλιού:

  1. "He felt the sting of the tawse after his rebellious act."
  2. "Ένιωσε τη τσιμπιά του τσουβαλιού μετά την ανυπάκουη πράξη του."

  3. "The memory of the tawse kept most students in line."

  4. "Η μνήμη του τσουβαλιού κρατούσε τους περισσότερους μαθητές σε πειθαρχία."

  5. "Although the tawse was a harsh tool, it was meant to instill respect."

  6. "Αν και το τσουβάλι ήταν ένα σκληρό εργαλείο, σκοπός του ήταν να εμφυσήσει σεβασμό."

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "tawse" προέρχεται από την παλιά αγγλική λέξη "taw," που σημαίνει "να ντύσεις", συνήθως με δέρμα. Η καταγωγή της σχετίζεται με τη χρήση δέρματος για να φτιαχτούν εργαλεία πειθαρχίας.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - strap (ζώνη) - stick (ραβδί)

Αντώνυμα: - reward (ανταμοιβή) - indulgence (χαλάρωση, επιείκεια)

Αυτή είναι η πλήρης ανάλυση της λέξης "tawse".



25-07-2024