Tawse: Ουσιαστικό
[ˈtɔːs]
Η λέξη "tawse" αναφέρεται κυρίως σε ένα εργαλείο πειθαρχίας που χρησιμοποιείται κυρίως σε εκπαιδευτικά περιβάλλοντα, ιδιαίτερα στη Σκωτία. Είναι μια δερμάτινη λωρίδα που χρησιμοποιείται για να χτυπήσει τα χέρια ή τους γλουτούς ως μορφή τιμωρίας. Η χρήση της ήταν συνηθισμένη σε σχολεία για να πειθαρχούν οι μαθητές, αν και αυτή η πρακτική έχει γίνει λιγότερο συνηθισμένη τα τελευταία χρόνια.
Αυτή η λέξη συνήθως χρησιμοποιείται σε πιο παραδοσιακά ή ιστορικά συμφραζόμενα και η χρήση της είναι πιο συχνή σε γραπτό λόγο παρά στον προφορικό.
Ο δάσκαλος αποφάσισε να χρησιμοποιήσει ένα τσουβάλι ως ποινή για κακή συμπεριφορά.
Many students feared the tawse, associating it with strict discipline.
Η λέξη "tawse" δεν είναι πολύ συχνά μέρος ιδιωματικών εκφράσεων, αλλά εδώ είναι κάποιες προτάσεις που σχετίζονται με την πειθαρχία και τη χρήση του τσουβαλιού:
"Ένιωσε τη τσιμπιά του τσουβαλιού μετά την ανυπάκουη πράξη του."
"The memory of the tawse kept most students in line."
"Η μνήμη του τσουβαλιού κρατούσε τους περισσότερους μαθητές σε πειθαρχία."
"Although the tawse was a harsh tool, it was meant to instill respect."
Η λέξη "tawse" προέρχεται από την παλιά αγγλική λέξη "taw," που σημαίνει "να ντύσεις", συνήθως με δέρμα. Η καταγωγή της σχετίζεται με τη χρήση δέρματος για να φτιαχτούν εργαλεία πειθαρχίας.
Συνώνυμα: - strap (ζώνη) - stick (ραβδί)
Αντώνυμα: - reward (ανταμοιβή) - indulgence (χαλάρωση, επιείκεια)
Αυτή είναι η πλήρης ανάλυση της λέξης "tawse".