Το "tazepam" είναι όνομα ουσίας και αναφέρεται σε φαρμακευτική ένωση.
/tæ.zɪˈpæm/
Το "tazepam" δεν έχει ακριβή μετάφραση στα Ελληνικά, καθώς είναι το εμπορικό όνομα ενός φαρμάκου. Συνήθως παραμένει ως "ταζεπαμ" στα Ελληνικά.
Το tazepam είναι ένα φάρμακο που ανήκει στην κατηγορία των βενζοδιαζεπινών, χρησιμοποιείται κυρίως για τη θεραπεία των διαταραχών άγχους και των διαταραχών ύπνου. Χρησιμοποιείται συχνά στη γλώσσα των ιατρών και των φαρμακοποιών. Βρίσκεται σε χρήσεις τόσο σε προφορικό όσο και σε γραπτό πλαίσιο, αλλά συχνά χρησιμοποιείται σε ιατρικά έγγραφα και συνταγές.
Η χρήση του είναι σχετικά συχνή σε ιατρικά περιβάλλοντα, αλλά μπορεί να είναι λιγότερο γνωστό στο γενικό κοινό.
"Ο γιατρός μου συνταγογράφησε ταζεπαμ για το άγχος μου."
"Tazepam can help people with sleep disorders."
Το tazepam δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να επηρεάσει την γλώσσα που σχετίζεται με την ιατρική ή την ψυχιατρική.
"Μετά τη λήψη ταζεπαμ, ένιωσα πολύ πιο χαλαρός."
"Some people may misuse tazepam for its sedative effects."
"Ορισμένα άτομα μπορεί να καταχρώνται το ταζεπαμ για τις ηρεμιστικές του επιδράσεις."
"Doctors often monitor patients taking tazepam for side effects."
Η λέξη "tazepam" προέρχεται από την κατηγορία των βενζοδιαζεπινών και πιθανώς περιλαμβάνει το "benzodiazepine" και διαφορετική καθοριστική στήλη.
Συνώνυμα:
- Benzodiazepine
- Sedative
- Anxiolytic
Αντώνυμα:
- Stimulant
- Alertness
- Awakeness
Η πληροφορία σχετικά με το tazepam είναι σημαντική για την κατανόηση της ιατρικής του χρήσης και είναι κρίσιμη για τη διαχείριση της ψυχικής υγείας.