teaming contractor: Πρόκειται για φράση που λειτουργεί ως ουσιαστικό.
/ˈtiːmɪŋ ˈkɒntræktər/
Ο όρος teaming contractor αναφέρεται σε έναν εργολάβο ή εταιρεία που συνεργάζεται με άλλους εργολάβους ή προμηθευτές προκειμένου να ολοκληρώσουν ένα έργο ή μια σύμβαση. Αυτή η συνεργασία επιτρέπει στους εργολάβους να μοιράζονται ευθύνες, πόρους και κινδύνους, καθώς και να ενισχύουν τις δυνατότητές τους για την εκτέλεση μεγαλύτερων ή πιο σύνθετων έργων.
Χρήση στη γλώσσα Αγγλικά: Ο όρος χρησιμοποιείται συχνά στον τομέα της κατασκευής, της μηχανικής και της προβολής δημοσίων έργων, σε σχεδιασμένα έργα και συμβάσεις. Εμφανίζεται πιο συχνά σε γραπτά κείμενα, όπως πρόσκλησεις προσφορών και συμβάσεις, παρά σε προφορική ομιλία.
Ο εργολάβος συνεργασίας ήταν υπεύθυνος για την παράδοση του έργου εγκαίρως.
As a teaming contractor, we partnered with several firms to enhance our capabilities.
Ως εργολάβος συνεργασίας, συνεργαστήκαμε με αρκετές εταιρείες για να ενισχύσουμε τις δυνατότητές μας.
The proposal included a section about the teaming contractor strategy we would use.
Ο όρος teaming contractor δεν έχει πολλές καθιερωμένες ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο μπορεί να ενσωματωθεί σε πιο γενικές φράσεις που σχετίζονται με συνεργασίες και συνεργατικά έργα.
"Δημιουργήσαμε μια συνεργασία με έναν εργολάβο συνεργασίας για να αναλάβουμε μεγαλύτερα έργα."
"The success of the construction depended on the efficiency of the teaming contractor."
"Η επιτυχία της κατασκευής εξαρτήθηκε από την αποτελεσματικότητα του εργολάβου συνεργασίας."
"A reliable teaming contractor can make all the difference in a project's outcome."
Η λέξη teaming προέρχεται από το ρήμα "team", που σημαίνει να συνεργάζεσαι ή να σχηματίζεις ομάδα, και το contractor προέρχεται από το λατινικό "contractor" που σημαίνει κάποιον που έχει συνάψει σύμβαση ή συμφωνία.
Συνώνυμα: - συνεργαζόμενος εργολάβος - εργολάβος συνεργασίας
Αντώνυμα: - ανεξάρτητος εργολάβος - ατομικός εργολάβος