Η λέξη "tear duct" αναφέρεται στον σωλήνα που μεταφέρει τα δάκρυα από τους αδένες των δακρύων στο μάτι προς τη μύτη. Είναι μια σημαντική ανατομική δομή που υπευθύνεται για την αποστράγγιση των δακρύων και τη διατήρηση της υγρασίας στο μάτι.
Η έννοια της λέξης "tear duct" χρησιμοποιείται κυρίως σε ιατρικά ή ανατομικά συμφραζόμενα. Η συχνότητα χρήσης της είναι σχετικά περιορισμένη, καθώς δεν είναι μία λέξη που χρησιμοποιείται στην καθημερινότητα, αλλά μπορεί να αναφέρεται συχνά σε σχόλια σχετικά με δακρυϊκές αναταραχές ή καταστάσεις που αφορούν τα μάτια.
Ο γιατρός εξέτασε τον δακρυϊκό της πόρο για τυχόν αποκλεισμούς.
After the injury, there was a problem with her tear duct.
Μετά τον τραυματισμό, υπήρξε πρόβλημα με τον δακρυϊκό της πόρο.
He felt a sharp pain near the tear duct area.
Η λέξη "tear duct" χρησιμοποιείται σπάνια σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά αν μιλήσουμε για την ιδέα των συναισθημάτων, μπορεί να συνδυαστεί:
Έκλαψε τόσο πολύ που οι δακρυϊκοί της πόροι δεν μπορούσαν να αντεπεξέλθουν.
He has a heart of stone, but when he’s sad, his tear ducts betray him.
Έχει μια καρδιά από πέτρα, αλλά όταν είναι θλιμμένος, οι δακρυϊκοί του πόροι τον προδίδουν.
The movie was so touching that everyone had their tear ducts activated.
Η φράση "tear duct" προέρχεται από τη λέξη "tear" (δάκρυ) σε παλαιά Αγγλικά, που σχετίζεται με το λεξιλόγιο των συναισθημάτων και της υγρασίας, και τη λέξη "duct" (σωλήνας), που προέρχεται από τη Λατινική "ductus," που σημαίνει "οδηγώ".