Ο "teazel" είναι ουσιαστικό.
/ˈtiː.zəl/
Ο "teazel" ή "teazle" είναι ένα φυτό που ανήκει στην οικογένεια των κοινών φυτών Dipsacus. Συνήθως φύεται σε αγρούς και χρησιμοποιείται παραδοσιακά στην παραγωγή τσόχας και άλλων προϊόντων από ύφασμα. Η λέξη χρησιμοποιείται κυρίως σε φυσιογνωσίες και στη γεωργία, δεν είναι πολύ συχνή και ενδείκνυται κυρίως σε γραπτό πλαίσιο.
The teazel grows in the wild and is often used for textile production.
Η αγκινάρα μεγαλώνει άγρια και συχνά χρησιμοποιείται στην παραγωγή υφασμάτων.
In the summer, the fields were filled with blooming teazels.
Το καλοκαίρι, τα χωράφια ήταν γεμάτα ανθισμένες αγκινάρες.
Craftsmen often appreciate the unique texture of teazel fibers.
Οι τεχνίτες συχνά εκτιμούν την μοναδική υφή των ινών από αγκινάρα.
Η λέξη "teazel" δεν εμφανίζεται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις στην καθημερινή αγγλική γλώσσα, ωστόσο είναι σχετική με τη βιομηχανία που σχετίζεται με τις ίνες και τα υφάσματα.
"He's got a teazel for detail, always focusing on the finest points."
Έχει μια αγκινάρα για λεπτομέρεια, πάντα εστιάζοντας στα πιο λεπτά σημεία.
"In the textile industry, knowing how to handle teazel can give you an edge."
Στη βιομηχανία υφασμάτων, η γνώση του πώς να διαχειρίζεσαι την αγκινάρα μπορεί να σου δώσει πλεονέκτημα.
"Don't underestimate the importance of teazel in fabric production."
Μην υποτιμάς τη σημασία της αγκινάρας στην παραγωγή υφασμάτων.
Η λέξη "teazel" προέρχεται από το παλαιό αγγλικό "tescel," το οποίο αναφέρεται σε ένα φυτό που χρησιμοποιείται για την επεξεργασία ινών.
Συνώνυμα:
- Dipsacus (το επιστημονικό της όνομα)
- Fuller's teasel
Αντώνυμα:
- Μια ακριβής αντώνυμη λέξη δεν υπάρχει, αλλά μπορεί να θεωρηθεί ως "άκρως οργανικό φυτό" σε αντίθεση με γεωργικά προϊόντα υψηλής επεξεργασίας.