Το "technical equipment" είναι ουσιαστικό.
/ˈtɛknɪkəl ɪˈkwɪpmənt/
"Technical equipment" αναφέρεται σε εργαλεία, μηχανήματα ή συσκευές που χρησιμοποιούνται για τεχνικούς ή επαγγελματικούς σκοπούς. Η φράση χρησιμοποιείται συχνά σε βιομηχανικά, επιστημονικά ή τεχνολογικά συμφραζόμενα. Στη γλώσσα των Αγγλόφωνων, η χρήση της είναι κοινή σε γραπτά και προφορικά πλαίσια, με περισσότερη συχνότητα σε τεχνικά ή επαγγελματικά κείμενα.
Η εταιρεία επένδυσε σε νέο τεχνικό εξοπλισμό για να βελτιώσει την παραγωγικότητα.
Using advanced technical equipment can lead to better results.
Η χρήση προηγμένου τεχνικού εξοπλισμού μπορεί να οδηγήσει σε καλύτερα αποτελέσματα.
Training employees on how to use the technical equipment is essential.
Η φράση "technical equipment" μπορεί να εμφανίζεται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις, αν και όχι τόσο συχνά. Ακολουθούν ορισμένες εκφράσεις και προτάσεις:
Ο προηγμένος τεχνικός εξοπλισμός στο εργαστήριο θέτει υψηλά πρότυπα.
"Upgrading technical equipment is crucial for staying competitive in the industry."
Η αναβάθμιση του τεχνικού εξοπλισμού είναι κρίσιμη για τη διατήρηση της ανταγωνιστικότητας στη βιομηχανία.
"The technical equipment failure caused a significant delay in the project."
Η αποτυχία του τεχνικού εξοπλισμού προκάλεσε σημαντική καθυστέρηση στο έργο.
"Investing in technical equipment can yield long-term benefits."
Η επένδυση σε τεχνικό εξοπλισμό μπορεί να αποφέρει μακροπρόθεσμα οφέλη.
"Proper maintenance of technical equipment ensures longevity."
Η λέξη "technical" προέρχεται από το ελληνικό "τεχνικός" και η λέξη "equipment" προέρχεται από το γαλλικό "équipement", που σημαίνει εξοπλισμός ή προμήθεια.
Συνώνυμα: - machinery (μηχανήματα) - apparatus (εργαλεία) - tools (εργαλεία)
Αντώνυμα: - disrepair (κατάσταση αχρηστίας) - breakdown (βλάβη) - inadequacy (ανεπάρκεια)