Ουσιαστικό
/tɛkˈtɒnɪk blɒk/
Το "tectonic block" αναφέρεται σε τμήματα της γης που σχηματίζουν τις τεκτονικές πλάκες. Αυτές οι πλάκες είναι μεγάλες, σχετικά σταθερές δομές που μετακινούνται και αλληλεπιδρούν μεταξύ τους, προκαλώντας γεωλογικά φαινόμενα όπως σεισμούς, ηφαίστεια και τη δημιουργία βουνών. Στη γλώσσα των γεωλόγων, η έννοια αυτού του όρου χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει τα γεωλογικά και φυσικά χαρακτηριστικά που προκύπτουν στην επιφάνεια της Γης. Η συχνότητα χρήση του είναι μεγαλύτερη σε επιστημονικά και τεχνικά κείμενα, παρά στον προφορικό λόγο.
Το τεκτονικό μπλοκ μετακινήθηκε κατά τη διάρκεια του σεισμού, προκαλώντας σημαντικές ζημιές.
Scientists study the movement of tectonic blocks to understand geological processes.
Οι επιστήμονες μελετούν την κίνηση των τεκτονικών μπλοκ για να κατανοήσουν τις γεωλογικές διαδικασίες.
The formation of mountains is often the result of tectonic block collisions.
Αν και "tectonic block" δεν είναι συχνά μέρος ιδιωματικών εκφράσεων, μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε πιο επιστημονικά ή γεωλογικά συμφραζόμενα. Ωστόσο, οι παρακάτω προτάσεις δείχνουν τη χρήση του σε διαφορετικά context:
Μετά τις κινήσεις των τεκτονικών μπλοκ, το τοπίο άλλαξε δραστικά.
Understanding the tectonic block dynamics is crucial for predicting earthquakes.
Η κατανόηση της δυναμικής των τεκτονικών μπλοκ είναι κρίσιμη για την πρόβλεψη σεισμών.
The theory of tectonic blocks helps explain many features of the Earth's surface.
Η θεωρία των τεκτονικών μπλοκ βοηθά στην εξήγηση πολλών χαρακτηριστικών της επιφάνειας της Γης.
Analysis of tectonic blocks reveals their interactions over millions of years.
Η λέξη "tectonic" προέρχεται από το ελληνικό "τεκτονικός" που σημαίνει "αυτός που κατασκευάζει ή διαμορφώνει", και συνδέεται με την διαδικασία σχηματισμού της Γης. Η λέξη "block" προέρχεται από την παλαιότερη αγγλική "bloc", που σημαίνει ένα κομμάτι ή τμήμα.
Συνώνυμα: - Geological plate - Tectonic plate
Αντώνυμα: - (δεν υπάρχουν άμεσοι αντώνυμοι όροι, καθώς "tectonic block" περιγράφει μια συγκεκριμένη γεωλογική έννοια)