Το "telecontrol" είναι ένα ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή του "telecontrol" με χρήση του διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου είναι /ˈtɛl.ɪ.kənˌtroʊl/.
Ο όρος "telecontrol" αναφέρεται σε συστήματα που επιτρέπουν τον έλεγχο ή τη διαχείριση συσκευών ή διαδικασιών από απόσταση μέσω τηλεπικοινωνιών. Χρησιμοποιείται συχνά σε τεχνικό και επιστημονικό πλαίσιο, κυρίως σε συνδυασμό με την αυτοματοποίηση και την τηλεμετρία.
Η συχνότητα χρήσης του είναι αυξημένη στον τεχνικό τομέα και σε γραπτό πλαίσιο, αλλά αποτελεί επίσης κοινό ακουστικό στοιχείο σε συζητήσεις τεχνολογίας.
Οι μηχανικοί χρησιμοποίησαν τον τηλεχειρισμό για να διαχειριστούν το δίκτυο ηλεκτρικής ενέργειας από απομακρυσμένη τοποθεσία.
Telecontrol systems are essential for monitoring environmental conditions in real-time.
Τα συστήματα τηλεχειρισμού είναι απαραίτητα για την παρακολούθηση των περιβαλλοντικών συνθηκών σε πραγματικό χρόνο.
With telecontrol technology, operators can operate machinery without being physically present.
Ο όρος "telecontrol" δεν είναι ευρέως διαδεδομένος σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά χρησιμοποιείται σε τεχνικά και επιστημονικά πλαίσια. Ωστόσο, μπορούμε να δούμε κάποιες σχετικές εκφράσεις:
"Το σύστημα τηλεχειρισμού είναι ένα καθοριστικό παράγοντα στη διαγνωστική εξ αποστάσεως."
"Thanks to telecontrol, we can now automate processes that were once manual."
"Χάρη στον τηλεχειρισμό, μπορούμε τώρα να αυτοματοποιήσουμε διαδικασίες που ήταν κάποτε χειροκίνητες."
"Telecontrol technology minimizes human error in critical situations."
Ο όρος "telecontrol" προέρχεται από το ελληνικό "τηλε-" (μακριά) και το "control" (έλεγχος). Η σύνθεση δείχνει την έννοια του ελέγχου από απόσταση.
Συνώνυμα: - Remote control - Automated control
Αντώνυμα: - Manual control - On-site control