Ουσιαστικό
/ˈtɛlɪˌkɒptər/
Το "telecopter" αναφέρεται σε ένα ελικόπτερο που ελέγχεται εξ αποστάσεως, συνήθως χρησιμοποιούμενο για φωτογράφιση, βιντεοσκόπηση ή επιτήρηση από αέρος. Η λέξη συνδυάζει την έννοια της τηλεκατεύθυνσης με αυτήν του ελικοπτέρου. Χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και είναι πιο κοινή σε τεχνικά και τεχνολογικά κείμενα.
Η χρήση της λέξης "telecopter" είναι σχετικά περιορισμένη. Σε συγκριτικά με άλλες μορφές ελικοπτέρων, οι εμφανίσεις του μπορεί να θεωρηθούν σπάνιες, κυρίως λόγω της τεχνολογίας που απαιτείται για τη λειτουργία τους.
"Το τηλεκατευθυνόμενο ελικόπτερο πέταξε πάνω από την πόλη, απαθανατίζοντας εντυπωσιακές αεροφωτογραφίες."
"We used a telecopter to inspect the rooftops for damage after the storm."
"Χρησιμοποιήσαμε ένα τηλεκατευθυνόμενο ελικόπτερο για να ελέγξουμε τις στέγες για ζημιές μετά την καταιγίδα."
"The filmmaker relied on a telecopter for unique shots in his documentary."
Η λέξη "telecopter" δεν είναι ιδιαίτερα συχνά μέρος ιδιωματικών εκφράσεων στην αγγλική γλώσσα. Ωστόσο, μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε τεχνικά και περιγραφικά συμφραζόμενα όπως τα παρακάτω:
"Είχε τα μάτια του στραμμένα στο τηλεκατευθυνόμενο ελικόπτερο όταν αιωρούνταν πάνω από το πλήθος."
"Deploying a telecopter for reconnaissance is a game-changer in modern warfare."
"Η ανάπτυξη ενός τηλεκατευθυνόμενου ελικοπτέρου για αναγνώριση είναι καθοριστικός παράγοντας στις σύγχρονες πολεμικές επιχειρήσεις."
"The telecopter is a tool of the future, revolutionizing photography."
Η λέξη "telecopter" προέρχεται από την αγγλική λέξη "tele" που σημαίνει "τηλε" (μακριά) και "copter" από το "helicopter", που προέρχεται από τα ελληνικά "helix" (σπείρα) και "pteryx" (φτερό).
Συνώνυμα: - Drone - UAV (Unmanned Aerial Vehicle)
Αντώνυμα: - Manned helicopter (Ελικόπτερο με πλήρωμα)
Αυτές οι υποκατηγορίες προσφέρουν μια ολοκληρωμένη εικόνα της λέξης "telecopter" και της χρήσης της στην αγγλική γλώσσα.