Νoun (ουσιαστικό)
/ˌtɛlɪfəʊˈtɒmətri/
Η τηλεφωτομετρία είναι μια επιστημονική μέθοδος που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση της φωτεινότητας ή της φωτεινής ενέργειας που λαμβάνεται από αστέρια και άλλες αστροφυσικές πηγές, ειδικά σε μεγάλες αποστάσεις. Χρησιμοποιείται κυρίως στην αστρονομία για την παρακολούθηση και την ανάλυση της φωτεινότητας και των χρωματικών χαρακτηριστικών των ουρανίων σωμάτων.
Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι πιο κοινή σε επιστημονικά και ακαδημαϊκά κείμενα παρά σε προφορικό λόγο.
Telephotometry has revolutionized the way astronomers study distant stars.
Η τηλεφωτομετρία έχει επαναστατήσει τον τρόπο που οι αστρονόμοι μελετούν μακρινά αστέρια.
Researchers are using telephotometry to gather data on the brightness variations of comets.
Οι ερευνητές χρησιμοποιούν τηλεφωτομετρία για να συλλέξουν δεδομένα σχετικά με τις παραλλαγές φωτεινότητας των κομητών.
The accuracy of telephotometry is crucial for determining the distances of galaxy clusters.
Η ακρίβεια της τηλεφωτομετρίας είναι κρίσιμη για τον προσδιορισμό των αποστάσεων των σαρωτών γαλαξιών.
Η λέξη "telephotometry" δεν είναι ευρέως χρησιμοποιούμενη σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συνδεθεί με επιστημονικά συμφράσεις ή φράσεις που σχετίζονται με την αστρονομία. Ακολουθούν κάποιες προτάσεις:
In the realm of astrophysics, telephotometry is often paired with spectroscopy for more accurate results.
Στο πεδίο της αστροφυσικής, η τηλεφωτομετρία συχνά συνδυάζεται με τη φασματοσκοπία για πιο ακριβή αποτελέσματα.
Advancements in technology have enhanced the effectiveness of telephotometry.
Οι εξελίξεις στην τεχνολογία έχουν ενισχύσει την αποτελεσματικότητα της τηλεφωτομετρίας.
The integration of telephotometry and computer modeling can lead to new discoveries in the study of exoplanets.
Η ενσωμάτωση της τηλεφωτομετρίας και της υπολογιστικής μοντελοποίησης μπορεί να οδηγήσει σε νέες ανακαλύψεις στη μελέτη των εξωπλανητών.
Η λέξη "telephotometry" αποτελείται από τρία ελληνικά στοιχεία: το "tele-" που σημαίνει "μακριά" ή "μμακρινούς", το "photo-" που προέρχεται από την ελληνική λέξη "φως", και το "-metry" που αναφέρεται στη μέτρηση. Συνολικά, όλα τα στοιχεία της αναφέρονται στην μέτρηση του φωτός από μακρινές πηγές.
Συνώνυμα: - φωτομετρία (photometry) - τηλεμετρία (telemetry, σε ευρύτερο πλαίσιο)
Αντώνυμα: - μη μετρούμενη φωτεινότητα (unmeasured brightness) - αδιαφορία για τη φωτεινότητα (indifference to brightness)
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια ολοκληρωμένη εικόνα για την έννοια και τη χρήση της λέξης "telephotometry" στην αγγλική γλώσσα.