Tellurid είναι ένα ουσιαστικό.
/fɛlʊrɪd/
Tellurid αναφέρεται σε μία χημική ένωση που περιλαμβάνει το στοιχείο τελλούριο, συνήθως σε μορφή αλάτων ή οξειδίων. Αυτές οι ενώσεις έχουν ποικίλες εφαρμογές στη βιομηχανία ηλεκτρονικών συσκευών και φωτοβολταϊκών. Στη γλώσσα των Αγγλόφωνων, η χρήση του όρου είναι κυρίως τεχνική και επιστημονική, με πιο συχνά πλαίσια εμφάνισης σε ακαδημαϊκά κείμενα, εκθέσεις και μελέτες. Η συχνότητα χρήσης είναι σχετικά χαμηλή και συχνά περιορίζεται σε εξειδικευμένα πεδία διδασκαλίας και εφαρμογών.
Τα τελλουρίδια χρησιμοποιούνται συχνά στην τεχνολογία ημιαγωγών.
Research on tellurid materials is gaining momentum in the field of renewable energy.
Η λέξη tellurid δεν έχει συνδεδεμένες ιδιωματικές εκφράσεις λόγω της εξειδικευμένης φύσης της, ωστόσο, υπάρχει πιθανότητα να βρείτε αναφορές σε τεχνικά κείμενα. Επειδή είναι μια χημική ένωση, συνδέεται κυρίως με επιστημονικά ή τεχνικά συμφραζόμενα.
Η χρήση του τελλουρίδιου σε ηλιακούς συλλέκτες έχει επαναστατήσει την ενεργειακή αποδοτικότητα.
Understanding the properties of tellurium and its compounds is crucial for advancements in electronics.
Η λέξη tellurid προέρχεται από το "tellurium", το οποίο προέρχεται από το λατινικό "tellus", που σημαίνει "γη".
Συνώνυμα: - Tellurium compound
Αντώνυμα: - Δεν υπάρχουν ακριβή αντώνυμα για τη λέξη, καθώς αναφέρεται σε συγκεκριμένες χημικές ενώσεις.
Η εξειδικευμένη χρήση του όρου περιορίζει τη συχνότητα και τη σχετικότητα του σε γενικές συνομιλίες, και περιορίζεται περισσότερο σε ακαδημαϊκά και επιστημονικά περιβάλλοντα.