Ρήμα / Ουσιαστικό
/ˈtɛmpər/
Η λέξη "temper" έχει διπλή σημασία. Ως ουσιαστικό, αναφέρεται στην γενική διάθεση ή το ταμπεραμέντο ενός ατόμου, συνήθως στο πλαίσιο της συναισθηματικής του κατάστασης. Ως ρήμα, σημαίνει να μετριάζεις ή να ρυθμίζεις κάτι, όπως η διάθεση ή η θερμοκρασία (μεταφορικά ή κυριολεκτικά). Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι αρκετά υψηλή, και χρησιμοποιείται συνήθως συνέχεις σε προφορικό και γραπτό λόγο.
He has a very cheerful temper that makes him easy to be around.
Έχει πολύ ευχάριστο ταμπεραμέντο που τον κάνει εύκολο να είναι κανείς γύρω του.
She tried to temper her excitement when she received the news.
Προσπάθησε να μετριάσει την ενθουσίασή της όταν έλαβε τα νέα.
Η λέξη "temper" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις στην αγγλική γλώσσα.
To lose one's temper:
He lost his temper when the project failed.
Έχασε την υπομονή του όταν το έργο απέτυχε.
To keep one's temper:
It’s hard to keep your temper during stressful situations.
Είναι δύσκολο να κρατήσεις την ψυχραιμία σου σε αγχωτικές καταστάσεις.
To temper justice with mercy:
A good leader should temper justice with mercy.
Ένας καλός ηγέτης θα πρέπει να μετριάσει τη δικαιοσύνη με έλεος.
To temper enthusiasm:
You need to temper your enthusiasm and think critically.
Πρέπει να μετριάσεις τον ενθουσιασμό σου και να σκεφτείς κριτικά.
Η λέξη "temper" προέρχεται από τη λατινική λέξη "temperare", που σημαίνει "να ρυθμίζεις" ή "να αναμειγνύεις". Η ρίζα της λέξης σχετίζεται με έννοιες όπως η διαχείριση και η ισορροπία.
Συνώνυμα: - Mood - Disposition - Temperament (ως ουσιαστικό)
Αντώνυμα: - Calmness (ως κατάσταση) - Serenity - Composure