Το "temporarily" είναι επιρρήμα.
/ˈtɛmpəˌrɛrəli/
Η λέξη "temporarily" σημαίνει να συμβαίνει κάτι για περιορισμένο χρονικό διάστημα ή να είναι προσωρινό. Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει καταστάσεις ή δράσεις που είναι παροδικές και δεν διαρκούν για πάντα.
Η λέξη "temporarily" χρησιμοποιείται περισσότερο στον γραπτό λόγο, ωστόσο μπορεί να συναντηθεί και στον προφορικό λόγο συνήθως σε τυπικές ή επίσημες συζητήσεις.
Το γραφείο θα είναι κλειστό προσωρινά για ανακαινίσεις.
She is living in Paris temporarily while studying abroad.
Η λέξη "temporarily" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις. Ωστόσο, υπάρχει η ανάγκη να αναφερθεί σε προσωρινές καταστάσεις. Εδώ είναι μερικές φράσεις που περιλαμβάνουν την έννοια της προσωρινότητας:
Ο ανελκυστήρας είναι προσωρινά εκτός υπηρεσίας, παρακαλώ χρησιμοποιήστε τις σκάλες.
Temporarily unavailable
Το προϊόν που θέλετε είναι προσωρινά μη διαθέσιμο.
Temporarily residing
Η λέξη "temporarily" προέρχεται από το "temporary", που με τη σειρά του έχει τις ρίζες του στο λατινικό "temporarius" που σημαίνει "σχετικός με τον χρόνο".
Συνώνυμα: - briefly - for a short time - momentarily
Αντώνυμα: - permanently - indefinitely - continuously